Τετάρτη 27 Μαρτίου 2013

Χαρτζάννα, η Βασίλισσα - Κεφάλαιο 3

Εν τω μεταξύ, η Ροδιά έφτασε στο σπίτι της Ελένης και βρήκε μόνο πτώματα. Βάλθηκε λοιπόν όλη τη νύχτα να σκάβει τάφους για να θάψει τρεις ανθρώπους και ανάμεσα τους και το Σέργιο. Την άλλη μέρα το πρωί, ξεκίνησε να πάει το μήνυμα στον άρχοντα Μιχαήλ. Όταν έφτασε στο παλάτι, ύστερα από τρεις ώρες περπάτημα, ο Μιχαήλ τη δέχθηκε αμέσως και αυτή του είπε όσα γνώριζε. Ένα ήταν σίγουρο, ότι ανάμεσα στους νεκρούς δεν υπήρχε η Ελένη και η Χαρτζάννα.

Ο Μιχαήλ έστειλε αμέσως ένα απόσπασμα να ψάξουν να βρουν το ληστή  χωρίς να γνωρίζει ποίος είναι στην πραγματικότητα. Όλα όμως έδειχναν ότι ήταν ο Νοράν. Είχαν περάσει όμως, πάνω από 30 ώρες από τα φονικά και κανείς δεν σκέφθηκε ότι το τσιγγάνικο αμάξι που ταξίδευε ήσυχα για το νότο, είχε σχέση με τους δολοφόνους στο σπίτι της Ελένης. Τρεις μέρες και τρεις νύχτες, το απόσπασμα έψαξε την περιοχή, χωρίς αποτέλεσμα. Ο Μιχαήλ τότε επικήρυξε το Νοράν για πολύ χρυσάφι σ’ όποιον κατάφερνε να δώσει πληροφορίες για αυτόν, την Ελένη και κυρίως για τη Χαρτζάννα.  Δυστυχώς όμως για τον άρχοντα, δεν υπήρξε θετικό αποτέλεσμα.Ο Μιχαήλ κράτησε τη Ροδιά στο παλάτι σαν υπηρέτρια, μιας και δεν είχε που αλλού να πάει.

Το ταξίδι κράτησε περίπου δέκα μέρες και όταν ο Νοράν είδε από ψηλά, την Κάρυστο και το μεγάλο βουνό, την Όχη, που την προστάτευε από τα βορινά, τον τεράστιο όρμο από τα νότια, το μεγάλο κάμπο, τις πολλές πηγές που αναβλύζανε ακόμη και πάνω στο δρόμο, εντυπωσιάσθηκε πολύ. Αποφάσισε λοιπόν να εγκατασταθεί εκεί, σαν ένας πλούσιος βυζαντινός που έμοιαζε για καλό και τίμιο άνθρωπο, που κανείς εκεί, εκτός του αδελφού του, δεν τον γνώριζε. Λίγο πριν φτάσουνε στην πόλη της Καρύστου, ο Νοράν ή ο Μανόλης όπως ήθελε  να τον λένε, είπε στις γυναίκες να βγάλουν τα τσιγγάνικα ρούχα και να φορέσουν τα κανονικά τους, γιατί δεν ήθελε να τους περνούν για τσιγγάνους, αλλά σαν μια βυζαντινή χριστιανική οικογένεια. Αμέσως τροποποίησε και το αμάξι, όσο μπορούσε, για να μοιάζει λιγότερο με τσιγγάνικο βγάζοντας τις κορδέλες και τα λιλιά από αυτό.

Όταν έφτασε στην Κάρυστο, πήγε στο κέντρο της πόλης και ρώτησε που μπορούσε να αγοράσει ένα κτήμα στο κάμπο. Ρώτησε και για το χωριό, που ήταν ο αδελφός του και έμαθε ότι ήταν σ’ ένα χωριό του ακρωτηρίου του Καφηρέα, που απείχε  3 - 4  ώρες με τ’ άλογο από τον κάμπο της Καρύστου, πολύ κοντά στο σημερινό χωριό του Πλατανιστού, αλλά δεν βιάστηκε να πάει να τον βρει. Με τα χρήματα που είχε, μπορούσε άνετα να αγοράσει ένα μεγάλο κτήμα. Πραγματικά αγόρασε μια περιοχή γύρω στα 40 στρέμματα, μέσα σχεδόν στο κάμπο που είχε δική του πηγή και έψαξε να βρει κτιστάδες για να κτίσουν ένα μεγάλο σπίτι για να εγκατασταθούν. Οι Καρυστινοί και οι Ιλλυριοί που δούλευαν στην Κάρυστο ξεκίνησαν να κτίζουν το σπίτι του κυρ Μανόλη.

Όσο καιρό κτιζόταν το σπίτι ο Μανόλης είχε αγοράσει ένα μικρό σπίτι στο διπλανό χωρίο, (σημερινή Λάλα) και εγκατέστησε τις γυναίκες που είχε μαζί του και έμεναν προσωρινά, όλοι μαζί. Εν τω μεταξύ οι Καρυστινοί, την Ελένη τη θεωρούσαν γυναίκα του Μανόλη, ο οποίος τη συνόδευε κανονικά στην εκκλησία, μαζί με το κοριτσάκι τους. Η Ελβίρα δεν πήγαινε σχεδόν καθόλου στην εκκλησία, γιατί δεν πίστευε σε τίποτα. Ο Μανόλης χωρίς πολλά ζόρια δεν άργησε να πείσει την Ελένη να γίνει γυναίκα του και της υποσχέθηκε ότι θα ήταν ένα καλός χριστιανός, σύζυγος και πατέρας για τη Χαρτζάννα. Μάλιστα το γάμο του δεν τον έκανε στην Κάρυστο. Πήρε την Ελένη με την άμαξα και πήγαν σ’ ένα  χωριό κοντά στα σημερινά Στύρα και παντρεύτηκαν σ’ ένα εκκλησάκι της Παναγίας.

Ο καιρός περνούσε και ο κυρ Μανόλης, πήρε εργάτες που άρχισαν να του καλλιεργούν το κτήμα που είχε αγοράσει, ενώ παράλληλα κτιζόταν το σπίτι του. Η συμπεριφορά του, προς τους εργάτες που είχε στα κτήματα και στο κτίσιμο του σπιτιού ήταν άψογη. Ήταν συμπεριφορά ενός καλού αφεντικού που έδειχνε να εκτιμάει τους εργαζόμενους και να τους αμείβει με το παραπάνω....

Όλοι στην περιοχή του κάμπου της Καρύστου, έλεγαν το Νοράν άρχοντα. Όλοι έλεγαν πως ήταν Βυζαντινός άρχοντας που είχε φύγει από την Κωνσταντινούπολη.
Αυτό το συμπέραναν από την άψογη βυζαντινή συμπεριφορά του, μιας  και ήταν αξιωματικός στο βυζαντινό στρατό και γνώριζε πολύ καλά, τη βυζαντινή νοοτροπία.
Φυσικά ο ίδιος ο Νοράν, όχι μόνο δεν διέψευδε τις φήμες που κυκλοφορούσαν για αυτόν, αλλά τις ενίσχυε, διηγούμενος ιστορίες από την Κωνσταντινούπολη. Άφησε να κυκλοφορήσει η φήμη, ότι η υγεία της γυναίκας του, δεν άντεχε την υγρασία της Κωνσταντινούπολης και αποφάσισε να αλλάξει τόπο για λόγους υγείας.
Όταν  τελείωσε το χτίσιμο του σπιτιού, κάλεσε όλους του γείτονες και τους εργάτες του, σ’ ένα μεγάλο γλέντι. Εκεί, ανακοίνωσε ότι το κτήμα του, θα λεγόταν χαρτζάνι  από το όνομα της κόρης του, Χαρτζάννας.
Το σπίτι στην πραγματικότητα, ήταν ένα μικρός πύργος και το ονόμασε το  Κάστρο της Χαρτζάννας.

(Σήμερα μερικοί ισχυρίζονται, ότι ένα εγκαταλελειμμένο χάλασμα που υπάρχει εκεί γύρω, μπορεί να είναι το κάστρο της Χαρτζάννας).




Χαρτζάννα, η Βασίλισσα - Κεφάλαιο 2

Ο Νοράν αφού εξήγησε στην Ελβίρα, τι ακριβώς είχε συμβεί, την προέτρεψε να φύγουν το δίχως άλλο, για πιο σιγουριά και να πάνε σ’ άλλο τόπο, που δεν θα του γνώριζε κανείς. Η Ελβίρα στην αρχή είχε τις αντιρρήσεις της και φοβόταν το άγνωστο ταξίδι, αλλά τελικά συμφώνησε να φύγουν, όσο γίνεται πιο γρήγορα, για κάπου μακριά που να μη τους πιάσει ο στρατός του Μιχαήλ. Το πρόβλημα τους, ήταν να διαλέξουν ένα τόπο να μείνουν, που θα μπορούσαν να αξιοποιήσουν τα πλούτη που είχαν μαζέψει και να ζήσουν ειρηνικά σαν άρχοντες.

Τότε ο Νοράν έκανε την πρόταση, να πάνε κοντά στον τρίτο αδελφό που είχαν το Σαμάν, που ζούσε σ’ ένα χωρίο της Καρύστου, στη Νότιο Εύβοια. Στο μέρος αυτό, δεν θα μπορούσε να φτάσει ο στρατός του Μιχαήλ, διότι δεν είχε τέτοια δικαιοδοσία, από την άλλη πλευρά υπήρχαν αρκετοί Ιλλυριοί (Αλβανοί) στην περιοχή που μπορούσε να τους ξεσηκώσει σε μια δύσκολη κατάσταση. Η Ελένη είχε κατατρομάξει και στην ουσία δεν έφερε καμία αντίρρηση στο Νοράν. Φρόντισε όμως να πάρει μαζί της, όσα στοιχεία μπορούσε που απεδείκνυαν την πριγκηπική καταγωγή της Χαρτζάννας, δηλαδή κάποια κοσμήματα της μητέρας της, και ιδιαίτερα ένα σταυρό χαρακτηριστικό γνώρισμα της οικογενείας των Κομνηνών και άλλα δώρα από τον πατέρα της.

Ο Νοράν και η Ελβίρα μάζεψαν τα χρήματα και τα πολύτιμα αντικείμενα που είχαν και τα φόρτωσαν στην άμαξα της Ελένης. Ο Νοράν έβαλε στην άμαξα την Ελένη, το κοριτσάκι και την Ελβίρα έδεσε στην καρότσα και τα δύο άλογα, του πεθαμένου συντρόφου του και το δικό του και ξεκίνησε αμέσως για το Νότο. Αφού είχαν ταξιδέψει περισσότερο από μια ημέρα, πέρασε από ένα τσιγγάνικο καταυλισμό και αγόρασε μια χαρακτηριστική τσιγγάνικη άμαξα και τσιγγάνικα ρούχα για όλους τους. Ο Νοράν έζεψε  δυο άλογα  στην τσιγγάνικη καρότσα, την καρότσα της Ελένης την κουμαντάρισε για λίγο διάστημα η Ελβίρα, μέχρι που φτάσανε  σε ένα απόμερο σημείο.

Στο σημείο αυτό, ο Νοράν μετέφερε ότι πολύτιμο είχε η καρότσα της Ελένης στην τσιγγάνικη άμαξα, που ήταν κλειστή από πάνω σαν σπιτάκι και έδεσε το  άλογο της Ελένης στο πίσω μέρος της άμαξας. Έτσι ταξίδευαν με την τσιγγάνικη άμαξα με δύο άλογα που έκανε το ταξίδι πιο σίγουρο και είχαν και ένα ακόμη ξεκούραστο άλογο.

Ο Νοράν είπε στις γυναίκες να φορέσουν τα τσιγγάνικα ρούχα και να κρύψουν τα δικά τους, ώστε και από την εμφάνιση τους να δείχνουν ότι πρόκειται για τσιγγάνικη οικογένεια. Αμέσως μετά, έβαλε φωτιά στην καρότσα της Ελένης και την έκαψε κυριολεκτικά, σβήνοντας κάθε ίχνος που θα έβαζε σε υπόνοια κατά τη διάρκεια του ταξιδιού, για τη ληστεία που είχε κάνει.              

Η Ελένη είχε σαν μόνη της φροντίδα τη Χαρτζάννα και έτρεμε από το φόβο της, βλέποντας το Νοράν. Ο Νοράν για να σβήσει τα ίχνη της αποτρόπαιας  πράξης του, αποφάσισε να αλλάξει όνομα. Πήρε χριστιανικό όνομα και ονομάστηκε Μανόλης Χατζηεμμανουήλ. Διάλεξε το επώνυμο Χατζηεμαννουηλ για να δώσει περισσότερο «χριστιανισμό» στο πρόσωπο του, ότι τάχα είχε επισκεφθεί τους άγιους τόπους και είχε βαπτισθεί στον Ιορδάνη ποταμό. Στην αδελφή του, έδωσε το όνομα Ελπίδα και όλη πλέον ήταν μια χριστιανική οικογένεια.

Ο Νοράν έδειχνε, άριστη συμπεριφορά προς την Ελένη και το κοριτσάκι και φρόντιζε κατά τη διάρκεια του ταξιδιού να μη τους λείπει τίποτα. Ήταν φανερό, ότι ο Νοράν συμπαθούσε πολύ την Ελένη και θα την ήθελε πολύ για γυναίκα του. Εντούτοις δεν επιχείρησε να τη βιάσει, άφηνε λίγο λίγο με τον καιρό να κερδίσει τη συμπάθεια της. Από την άλλη πλευρά, η Ελβίρα άρχισε να ενδιαφέρεται για τη Χαρτζάννα, γιατί ξαφνικά βρήκε ένα παιδί από το πουθενά και μάλιστα κορίτσι.
Το ημερολόγιο έδειχνε 10/04/1003. Η Χαρτζάννα ήταν τότε περίπου τριών  χρόνων και έβλεπε την Ελβίρα σαν γιαγιά της και της έδειχνε συμπάθεια. Το καραβάνι του Νοράν, περνούσε σαν τσιγγάνικο και όπου σταμάταγαν τους περνούσαν σαν ανδρόγυνο το Νοράν και την Ελένη που είχαν παιδί τους, τη Χαρτζάννα και τη  γιαγιά Ελβίρα, μητέρα της Ελένης...

Χαρτζάννα, η Βασίλισσα - Κεφάλαιο 1

Βρισκόμαστε στις αρχές του 1000 μ.Χ. και αυτοκράτορας του Βυζαντίου ήταν ο Βασίλειος ο Β’ ο αποκληθείς Βουλγαροκτόνος, που βασίλευσε από 976 έως το 1025.

Ο Βασίλειος ο Β! ήταν ο πιο σημαντικός αυτοκράτορας της λεγομένης Μακεδονικής Δυναστείας η οποία άρχισε το 867 με αυτοκράτορα το Βασίλειο τον Α! και ολοκληρώθηκε το 1057 με την απομάκρυνση από το θρόνο του Μιχαήλ του ΣΤ’ του γνωστού ως Γέροντος, ο οποίος αναγκάσθηκε να πάει σε μοναστήρι, αφήνοντας το θρόνο στον Ισάακιο Κομνηνό.     

Το Βυζάντιο με αυτοκράτορα το Βασίλειο το Β’ είχε ένδοξες ημέρες, μετά όμως από αυτόν, άρχισε να συρρικνώνεται από τις δυτικές κτήσεις του, ενώ ο Αραβικός κίνδυνος ήταν πια μια πραγματικότητα, διότι  από  το 717  επί αυτοκράτορος Λέοντος του Γ’, οι Άραβες πολιόρκησαν την Κωνσταντινούπολη, αλλά ο αυτοκράτορας κατόρθωσε να τους απωθήσει, εντούτοις είχαν πάντα στόχο τους τη Βασιλεύουσα.

Αλλά δεν ήταν μόνο οι Άραβες, «ενοχλήσεις» δημιουργούσαν και οι Ρώσοι, Σέρβοι και κυρίως οι Βούλγαροι, ακόμη οι Πέρσες προκαλούσαν στις ανατολικές περιοχές της αυτοκρατορίας και ήδη είχαν κάνει αισθητή την παρουσία τους στην Μικρά Ασία, οι Σελτζούκοι Τούρκοι.  

Η κατάσταση στο Βυζάντιο την εποχή αυτή, δεν ήταν όπως τη Χρυσή περίοδο του Ιουστινιανού, εντούτοις η Κωνσταντινούπολη εξακολουθούσε ακόμη να είναι μια λαμπρή πόλη, που είχε τελείως εξελληνιστεί και αποτελούσε το κέντρο του πνεύματος και των τεχνών της εποχής.

Γενικά η Βυζαντινή Αυτοκρατορία ήταν Απόλυτη Μοναρχία που όμως ελάχιστοι αυτοκράτορες είχαν φυσικούς διαδόχους. Οι περισσότεροι γίνονταν αυτοκράτορες, αφού σκότωναν τον προηγούμενο αυτοκράτορα ή τον ανάγκαζαν να παραιτηθεί ή να κλεισθεί σε μοναστήρι. Αυτοκράτορας μπορούσε να γίνει όποιος είχε δύναμη και το στρατό μαζί του. Οι αναφερόμενες δυναστείες ήταν λίγο πολύ τυπικές.

Η «ιστορία» που θα αφηγηθούμε στο παρόν, έγινε όταν βασίλευε η  Μακεδονική Δυναστεία. Την εποχή αυτή, διοικητής (δεσπότης) της Ηπείρου ήταν ο Μανουήλ ή  Μιχαήλ της οικογενείας των Κομνηνών. Η οικογένεια των Κομνηνών, κατάγεται από την Κασταμονή του Πόντου που ήταν μεταξύ Τραπεζούντας και Σεβάστειας. Το όνομα τους όμως προέρχεται από τη μικρή πόλη     Κόμνη που βρίσκεται κοντά στην Ανδιανούπολη, όπου είχαν μετοικήσει. Οι Κομνηνοί είχε απλωθεί σε πολλά μέρη της αυτοκρατορίας, ένα από αυτά ήταν και η Ήπειρος. Η οικογένεια των Κομνηνών, έμελλε να θωρηθεί τα μετέπειτα χρόνια, η σημαντικότερη οικογένεια του Βυζαντίου.

Ο Μιχαήλ είχε στην υπηρεσία του, μια πολύ όμορφη υπηρέτρια, την Χάρη ή Χαρούλα, όπως συνήθιζαν να τη λένε. Ο Μιχαήλ ερωτεύθηκε παραφορά τη Χαρούλα και καρπός του έρωτα τους, ήταν ένα πανέμορφο κοριτσάκι. Η Χαρούλα δυστυχώς πέθανε, λίγο μετά τον τοκετό και το κοριτσάκι το ανέλαβε, με τη συγκατάνευση  και του δεσπότη, η στενή φίλη της, η Ελένη.

Ο Μιχαήλ εξασφάλισε μια άνετη ζωή στην Ελένη για να μεγαλώσει την κόρη του και ο ίδιος έδωσε διπλό όνομα στο κοριτσάκι Χάρις - Άννα από το όνομα της μητέρας της και το όνομα της δικής του μητέρας Άννας. Ο ίδιος ο Μιχαήλ την αποκάλεσε Χαριζάννα και αργότερα η Ελένη και το περιβάλλον που την ανέλαβε, την αποκαλούσαν Χαρζάννα ή Χαρτζάννα. Άλλος μύθος λέει ότι το όνομα της, το πήρε από τον πατέρα της, από  τις λέξεις «Χάριν της Άννας (της μητέρας του)».

Ο Μιχαήλ προσπάθησε να διασφαλίσει, ότι καλύτερο, για το κοριτσάκι του, που ήταν καρπός του έρωτα του με την πανέμορφη Χαρούλα. Η Ελένη και το κοριτσάκι εγκαταστάθηκαν σ’ ένα μεγάλο σπίτι στην εξοχή και ο Μιχαήλ τους εξασφάλισε υπηρετικό προσωπικό από δυο υπηρέτριες και δύο άνδρες φρουρούς, τον Κωνσταντή και το Σέργιο. Ο άρχοντας Μιχαήλ φρόντιζε, να μη λείπει τίποτα από τη Χαρτζάννα.

Η Ελένη που, ήταν και αυτή μια αρκετά όμορφη γυναίκα και άνθρωπος της θρησκείας, μεγάλωνε τη Χαρτζάννα σ’ ένα άριστο περιβάλλον. Ο  ένας από του φρουρούς ο Κωνσταντής αγάπησε την Ελένη και τη ζήτησε σε γάμο. Η Ελένη δεν έμεινε αδιάφορη, στην αγάπη του Κωνσταντή και αφού ζήτησε την άδεια του Μιχαήλ, τον παντρεύτηκε και υιοθέτησαν το κοριτσάκι. Ο Σέργιος όμως, αγαπούσε κι αυτός την Ελένη και το πήρε πολύ άσχημα,  που δεν τον προτίμησε αυτόν για άνδρα της και αποφάσισε να εκδικηθεί.

Την εποχή αυτή, υπήρχε στην περιοχή ένας φοβερός ληστής ο Νοράν που ήταν από πατέρα Έλληνα και μητέρα από την Ιλλυρία (σημερινή Αλβανία) και είχε υπηρετήσει στο βυζαντινό στρατό, σαν αξιωματικός και διακρινόταν για τις στρατιωτικές αρετές του. Ο Νοράν έφυγε από το στρατό, πριν ολοκληρώσει τη θητεία του, γιατί τον κατηγόρησαν ότι ανακατεύθηκε σε μια κλοπή στρατιωτικού υλικού, που πουλήθηκε σε  Ιλλυριούς. Για να μη συλληφθεί, εγκατέλειψε το στρατό και την καριέρα του και βγήκε στην παρανομία.

Ήταν ονομαστός ληστής και αποτελούσε πρόβλημα για τις αστυνομικές αρχές, που δεν μπορούσαν να τον συλλάβουν, γιατί τον προστάτευαν  ή τον έκρυβαν, οι φτωχοί κάτοικοι της περιοχής, επειδή πολλές φορές τους είχε βοηθήσει οικονομικά. Στην πραγματικότητα δηλαδή, ήταν ένας «Ρομπέν των Δασών» για την Ήπειρο. Ο ίδιος ήταν Χριστιανός αλλά  δεν τον ενοχλούσε να τα έχει καλά και με τους Ιλλυριούς, με άλλα λόγια, όπου τον συνέφερε ήταν χριστιανός και όπου δεν τον συνέφερε, ήταν οτιδήποτε άλλο.

Ο υπηρέτης Σέργιος κατάφερε να έλθει σε επαφή με το Νοράν και του έκανε την πρόταση να ληστέψουνε το σπίτι της Ελένης και να σκοτώσουν τον Κωνσταντή. Ο Σέργιος για τον εαυτό του ζήτησε να του δώσει την Ελένη και το 1/3 από το χρυσάφι και τα κοσμήματα που είχε το σπίτι. Όσον αφορά στο Νοράν, αυτός μπορούσε να κρατήσει τα 2/3 από ότι πολύτιμο έβρισκε και να πάρει σκλάβες τις δυο υπηρέτριες για να τις πουλήσει στους πειρατές, με τους οποίους είχε σχέσεις ο Νοράν. Για το κοριτσάκι, μπορούσε να αποφασίσει ο ίδιος, αν θα το σκότωνε ή θα το πούλαγε σε άκληρη οικογένεια.

Ο Σέργιος θεωρούσε όμως απαραίτητο, να μη μάθει ποτέ κανείς ότι σ’ αυτή τη ληστεία, ήταν αναμειγμένος και αυτός και ιδιαίτερα η Ελένη στην οποία ήθελε να φανεί σαν προστάτης. Ο Σέργιος θέλοντας να ρίξει στάχτη, στα μάτια του Κωνσταντή και της Ελένης, έλεγε ότι ήταν ερωτευμένος με τη Ροδιά τη μια από τις υπηρέτριες, για να μη φαίνεται το πάθος του, για την Ελένη. Υπάκουε όμως στον Κωνσταντή και τον αναγνώριζε σαν ανώτερο του.

Ο Νοράν βρήκε την πρόταση, σχετικά καλή και αποφάσισε να την πραγματοποιήσει. Ήταν Κυριακή, η Ελένη με τον Κωνσταντή τη μικρή Χαρτζάννα και τη μια υπηρέτρια, πήγαν στην Εκκλησία. Ο Σέργιος με τη Ροδιά έμειναν σπίτι. Ο Σέργιος είχε ειδοποιήσει κρυφά το Νοράν, για τη διαδρομή της άμαξας που θα τους πήγαινε στην εκκλησία. Την άμαξα οδηγούσε ο Κωνσταντής  ενώ στην καρότσα της άμαξας, βρίσκονταν μόνον οι γυναίκες. Ο Νοράν γνώριζε πολύ καλά τη διαδρομή, και είχε στήσει ενέδρα μ’ έναν  άνδρα ακόμη, σ’ ένα απόμερο σημείο και περίμενε την άμαξα. Όταν η άμαξα έφτασε στο σημείο, που ήταν κρυμμένοι οι ληστές, ο Νοράν και ο σύντροφος του, τους αιφνιδίασαν και σκότωσαν τον Κωνσταντή και τον πέταξαν σε μια χαράδρα. Ο σύντροφος του, κάθισε στη θέση του αμαξηλάτη και αυτός κάθισε μέσα στην καρότσα με τις γυναίκες, αφού έδεσε τα άλογα, το δικό του και του συντρόφου του, στο πίσω μέρος της άμαξας.

Οι γυναίκες ήταν ανάστατες και ιδιαίτερα η Ελένη που είδε να σκοτώνουν τον άνδρα της μπροστά στα μάτια της. Έκλαιγε με αναφιλητά και κρατούσε σφικτά στην αγκαλιά της, τη Χαρτζάννα. Ο Νοράν τους είπε να μη ανησυχούν και δεν θα τις πειράξει. Του έκανε όμως εντύπωση η ομορφιά της Ελένης και άρχισαν να περνούν από το μυαλό του, άλλες σκέψεις πολύ διαφορετικές από τη συμφωνία που είχε κάνει με το Σέργιο.

Η απόφαση που κυριαρχούσε στο μυαλό του, ήταν να ληστέψει το πλούσιο σπίτι της Ελένης, με τη βοήθεια του Σέργιου και μετά να τον σκοτώσει και αυτόν και να πουλήσει τις δύο υπηρέτριες για σκλάβες. Όσον αφορά στην Ελένη δεν είχε ξεκαθαρίσει ακόμη αν θα την πουλούσε ή θα την κράταγε για τον εαυτό του. Για το κοριτσάκι όμως, είχε πάρει την απόφαση του, να μη το σκοτώσει και να το δώσει στην αδελφή του, Ελβίρα.
Η Ελβίρα, ήταν γνωστή σαν  μάγισσα, που για κάθε περίπτωση είχε ένα μαγικό φίλτρο, ένα μαντζούνι ή ένα ξόρκι και δεν της έλειπε η πελατεία από τη γύρω περιοχή. Η Ελβίρα η αδελφή του Νοράν ήταν πολύ πιο μεγάλη από αυτόν. Την εποχή αυτή, πρέπει να ήταν περασμένα τα πενήντα, δεν ήταν παντρεμένη και πάντα ήθελε ένα παιδί και μάλιστα κορίτσι, για να του μάθει τα μυστικά της τέχνης της.

Ο κόσμος φυσικά δεν γνώριζε, ότι η Ελβίρα η μάγισσα, ήταν αδελφή του ληστή Νοράν. Ο Νοράν χρησιμοποιούσε την Ελβίρα σαν «τράπεζα» που του φύλαγε τα χρήματα και τα πολύτιμα αντικείμενα που μάζευε από τις κλοπές και τις ληστίες. Όταν φτάσανε στο σπίτι της Ελένης, βρήκαν μόνο το Σέργιο γιατί η Ροδιά η υπηρέτρια είχε πάει μέχρι την πόλη για ψώνια. Ο Νοράν πληροφορήθηκε ότι η Ροδιά έλειπε από το σπίτι και πήγε στην πόλη.  Πίστεψε, ότι ο Σέργιος έστειλε τη Ροδιά στον άρχοντα Μιχαήλ για να τον προδώσει αθετώντας τη συμφωνία τους.

Έτσι πήρε την απόφαση, να το σκάσει όσο γίνεται ταχύτερα, χωρίς όμως να αφήσει κανένα ζωντανό μάρτυρα. Σκότωσε λοιπόν το Σέργιο και την άλλη υπηρέτρια, ακόμη και το σύντροφο του. Μάζεψε ότι πιο πολύτιμο είχε το σπίτι και πήρε την Ελένη, το κοριτσάκι και τα άλογα και πήγε όσο πιο γρήγορα μπορούσε στο σπίτι της Ελβίρας....


Χαρτζάννα, η Βασίλισσα - Αντί Προλόγου

Η Χαρτζάννα ήταν το πρώτο βιβλίο που έγραψα, οπότε ελπίζω να το δείτε με επιείκια.

Από πατέρα κατάγομαι από την Κάρυστο, τη νοτιότερη πόλη της Εύβοιας. Αγαπώ πολύ τη μικρή ανεμοδαρμένη αυτή πόλη και τα περισσότερα καλοκαίρια τα περνώ στο εξοχικό μου σπίτι, εκεί. 

Από παιδί μου άρεσε να ασχολούμαι με τους θρύλους και τα παραμύθια της Καρύστου. Σαν κύρια πηγή είχα τη γιαγιά μου, τη μητέρα του πατέρα μου που τα τελευταία της χρόνια, ζούσε μαζί μας. Εγώ ήμουν δεν ήμουν 10 χρονών και κρεμόμουνα από τα χείλη της, όταν μου έλεγε κάποιο τοπικό παραμύθι. Από όλα αυτά τα παραμύθια, εντύπωση μου είχε κάνει το παραμύθι της βασίλισσας Χαρτζάννας, με τα κατορθώματα της και τις ιστορίες της με τις νεράιδες και τα ξωτικά. Η αλήθεια είναι ότι κοντά στο κάμπο της Καρύστου υπάρχει μια μικρή έκταση που ακόμη και τώρα λέγεται Χαρτζάνι και εκεί, λένε, ήταν το παλάτι της βασίλισσας Χαρτζάννας. 

Από τη δική μου έρευνα, αλλά και από τις έρευνες άλλων ερευνητών της λαογραφίας της Καρύστου, δεν υπάρχουν καθόλου αποδεικτικά στοιχεία για την καταγωγή της Χαρτζάννας, την περίοδο που έζησε, γιατί έγινε βασίλισσα πως βασίλευσε και πως πέθανε ή καλύτερα πως εξαφανίστηκε αυτή η «μυθική» βασίλισσα. 

Οι δικές μου οι έρευνες, προσπάθησα να στηρίζονται όσο γίνεται στην αλήθεια ή τουλάχιστον να έχουν μια αληθοφάνεια, αλλά δυστυχώς οι πιο σημαντικές πηγές μου, ήταν οι προφορικές ιστορίες των κατοίκων της Καρύστου. Οι περισσότερες από αυτές, ήταν διάφορες μεταξύ τους και δεν μπορούσε κανείς να φτάσει σε μια αληθινή βάση. Η αλήθεια είναι, ότι τo παραμύθι της δικής μου γιαγιάς, ήταν το πιο ολοκληρωμένο και πάνω σ’ αυτό στηρίχτηκα για να γράψω και το δικό μου κατά κάποιο τρόπο «παραμύθι». 

Ο αναγνώστης μου, θα ήθελα, να μην εκλάβει το περιεχόμενο του παρόντος σαν επιστημονική έρευνα, αλλά σαν μια μυθιστορηματική βιογραφία, που σε αρκετά σημεία της όμως, στηρίχθηκε σε πραγματικά στοιχεία. 

Προσπάθησα να συνδέσω την «ιστορία» της Χαρτζάννας με αληθινά γεγονότα που έγιναν την εποχή αυτή, στο Βυζάντιο. Τα γεγονότα αυτά περιγράφονται, όπως αντλήθηκαν από ιστορικά στοιχεία που αναζήτησα σε μεγάλη βιβλιογραφία. Τα περισσότερα ονόματα που αντιστοιχούν σε ιστορικά πρόσωπα είναι  αληθινά, υπάρχουν όμως και  φανταστικά ονόματα που δεν ενδιαφέρουν την ιστορία αλλά το «μύθο»  που περιγράφω. 

Πιστεύω ότι ο αναγνώστης μου, που θα διαβάσει τη δική μου άποψη ή καλύτερα το δικό μου «παραμύθι», για τη θρυλική αυτή βασίλισσα, που η ζωή της μπερδεύεται ανάμεσα στο μύθο και στην πραγματικότητα,  θα βρει πολλά  σημεία να έχουν ενδιαφέρον για τη ζωή στην Κάρυστο, την εποχή εκείνη. Μια εποχή για την οποία δεν έχουμε πολλά ιστορικά στοιχεία, για την Κάρυστο, αλλά και για το  Βυζάντιο γενικότερα.

Eλπίζω και εύχομαι, όταν διαβάσετε τις επόμενες σελίδες, να σας αρέσει, όπως και εμένα μου άρεσε, όταν άκουσα για πρώτη φορά την ιστορία της Χαρτζάννας, από τη γιαγιά μου. 

Κ. Π. Μπούμπαλος, Γενάρης 2008


ΥΓ: Το εξώφυλλο είναι ένα δικό μου σκίτσο που το μετέτρεψε σε ψηφιακό η κόρη μου  

Ψηφιακά όπως πάντα!

Τελικά η ψηφιακή ζωή μου ταίριαξε από την αρχή...

Σε αυτό το blog θα παρουσιάζω τις μελέτες μου γύρω από την Ιστορία αλλά και τις δικές μου ιστορίες. Ελπίζω να σας αρέσουν.

Μπορείτε εάν θέλετε, να επικοινωνείτε μαζί μου στο ntinosboubalos@gmail.com

Ευχαριστώ, καλή ανάγνωση
Ντίνος