Δευτέρα 30 Δεκεμβρίου 2013

Χαρτζάννα, η Βασίλισσα - Κεφάλαιο 15



Βρισκόμαστε  πλέον στα 1025 μ.χ. και ο αυτοκράτορας Βασίλειος ο Β!, ο επιλεγόμενος Βουλγαροκτόνος πέθανε. Στο θρόνο του Βυζαντίου, ανέβηκε ο αδελφός του Κωνσταντίνος ο Η!, ο οποίος ήταν από παλιά συναυτοκράτορας του.
Ο νέος αυτοκράτορας ήταν άνθρωπος έξυπνος και ικανός, αλλά δεν ενδιαφερόταν και πολύ για τις κρατικές υποθέσεις. Για αυτές, πίστευε ότι πρέπει να ασχολούνται κρατικοί υπάλληλοι. Το κακό όμως με τον Κωνσταντίνο ήταν ότι δεν διάλεγε τους κατάλληλους υπάλληλους αλλά εμπιστευόταν σε αυλοκόλακες και σε ανίκανους να κυβερνήσουν την αυτοκρατορία.      

Ο ίδιος ο Κωνσταντίνος περνούσε τον καιρό του, σε γλέντια και στους αγώνες του ιππόδρομου. Το χειρότερο από όλα, ήταν ότι ο Κωνσταντίνος ήταν αλόγιστα σπάταλος, διασπαθίζοντας τους θησαυρούς του κράτους, που με τόσο κόπο και σύνεση είχε μαζέψει ο Βασίλειος ο Βουλγαροκτόνος.   
Τα πράγματα στη Βασιλεύουσα δεν πήγαιναν καλά και οι εχθροί που πάντα επιβουλεύονταν το Βυζάντιο, άρχισαν και πάλι να κινούνται.

Ένα χρόνο μετά την ορκωμοσία του Κωνσταντίνου του Η!, κάποια βαρβαρικά φύλα, οι Πατσινάκες, που κατοικούσαν στη σημερινή Ρουμανία, εισέβαλαν στη Βυζαντινή Βουλγαρία και είχαν σκοπό να κατέβουν νοτιότερα.
Ευτυχώς για το Βυζάντιο, τοποτηρητής της περιοχής ήταν ο ικανότατος στρατηγός Κωνσταντίνος Διογένης,  φρούραρχος Σιρμίου, ο οποίος τους απέκρουσε και τους ανάγκασε να επιστρέψουν στη χώρα τους, με πολλές απώλειες.

Παρόλη την επιτυχία του άξιου στρατηγού, που ανακηρύχθηκε δούκας (στρατηγός διοικητής) της Βουλγαρίας, από τον αυτοκράτορα, η αντίληψη των γειτόνων του Βυζαντίου ήταν, ότι τα πράγματα δεν είναι πολύ καλά για το Βυζάντιο και άρχισαν και πάλι να επιβουλεύονται την Κωνσταντινούπολη.
Ο Κωνσταντίνος ο Η! ήταν ήδη μεγάλος στην ηλικία, όταν ανάλαβε το θρόνο και δεν ενδιαφέρθηκε καθόλου για τη διαδοχή του.

Ο αυτοκράτορας είχε τρεις κόρες, την Ευδοκία, τη Ζωή και τη Θεοδώρα. Η μεγαλύτερη ήταν η Ευδοκία, η οποία όμως από μικρή, είχε κλειστεί σε μοναστήρι, ενώ οι δυο οι μικρότερες, η Ζωή και η Θεοδώρα είχαν περάσει τα σαράντα και ήταν ανύπαντρες.
Ο Κωνσταντίνος δεν έσκαγε και πολύ για τη διαδοχή και συνέστησε στις κόρες του, να παντρευτούν αμέσως, για ν’ αναλάβει ο άνδρας τους την αυτοκρατορία μετά το θάνατο του.

Όπως όλες του οι ενέργειες του, έτσι και η αναζήτηση συζύγου των θυγατέρων του, ήταν εσφαλμένη. Βρήκε λοιπόν έναν αριστοκράτη, τον έπαρχο της Κωνσταντινούπολης το Ρωμανό Αργυρό ή Αργυρόπουλο και είπε στις κόρες του, ποία  θέλει να τον παντρευτεί;

 Η Θεοδώρα τον απέρριψε αμέσως, αλλά η Ζωή παρόλο που ήταν τότε περίπου πενήντα  χρόνων, δέχθηκε να τον παντρευτεί.

Ο αυτοκράτορας Κωνσταντίνος ο Η!  βασίλευσε από το 1025 έως το 1028 και με την αδιαφορία που έδειχνε για τα θέματα της αυτοκρατορίας, δημιούργησε πολλά προβλήματα. Οι περισσότεροι τοποτηρητές των περιοχών, μαθημένοι με την προσοχή που έδειχνε ο Βασίλειος ο Βουλγαροκτόνος, είχαν αρχίσει να ανησυχούν και είχαν παράπονα.

Την ίδια αίσθηση, είχε και ο τοποτηρητής της Καρύστου ο Μανόλης  Χατζηεμμανουήλ, ο οποίος με τη σύμφωνη γνώμη της Βασίλισσας Χαρτζάννας, συγκάλεσε το υπουργικό συμβούλιο της Καρύστου για να αποφασίσουν τι έπρεπε να κάνουν. Στο υπουργικό συμβούλιο, έπεσαν διάφορες προτάσεις.
Μερικοί πρότειναν να μην κάνουν τίποτα, αφού δεν έχει αλλάξει τίποτα για την Κάρυστο και αν προκύψει κάτι, τότε να το αντιμετωπίσουν. Η βασίλισσα είχε τη γνώμη, να πάει η ίδια στην Πόλη και να συναντηθεί με τον νέο αυτοκράτορα για ν’ ανανεώσει την εμπιστοσύνη του για τη διοίκηση της Καρύστου.  

Τελικά επικράτησε η άποψη, να περιμένουν για λίγο ακόμη, για την επίσημη επίσκεψη σ’ ανώτατο επίπεδο, αλλά εν τω μεταξύ, να στείλουν δυο επίσημους απεσταλμένους, το Νικόλα και έναν άλλο έμπιστο αξιωματικό, για να συναντηθούν με αξιωματούχους εκεί και να  βολιδοσκοπήσουν τα πράγματα  στη Βασιλεύουσα. Όταν επιστρέψουν, ύστερα από μερικές ημέρες, στην Κάρυστο, να ενημερώσουν το υπουργικό συμβούλιο.

Πραγματικά, αφού επελέγη ο αξιωματικός που θα συνόδευε το Νικόλα (ήταν ο Ιωάννης Αθηνιώτης, δηλαδή ο τελευταίος μονομάχος του Νικόλα πριν τη Χαρτζάννα), ετοίμασαν ένα καράβι της Καρύστου και 30 άνδρες με πλήρη εξάρτηση, εκτός του πληρώματος και έβαλαν πλώρη για την Κωνσταντινούπολη.

Το ημερολόγιο έδειχνε 5/11/1028.

Ο καιρός ήταν σχετικά καλός, γιατί αυτές οι ημέρες θύμιζαν τις «αλκυονίδες ημέρες». Ύστερα από τέσσερις ημέρες ταξίδι, έφθασαν στην Κωνσταντινούπολη, τάχα για να κάνουν αγορές για την Κάρυστο.

Ο Νικόλας σαν αρχηγός του στρατού και της αστυνομίας, ζήτησε να συναντηθεί με κάποιο αξιωματούχο από την ανακτορική φρουρά, προκειμένου να τον ενημερώσει για την στρατιωτική κατάσταση στην Κάρυστο. Ο αρμόδιος υπάλληλος του Λιμεναρχείου της Κωνσταντινούπολης, που ήταν στο λιμάνι, αφού πληροφορήθηκε το αίτημα του Νικόλα, τον παρέπεμψε στο Μιχαήλ (το γιο του δεσπότη Μανουήλ-Μιχαήλ), που ήδη είχε γίνει ταγματάρχης, για την ενημέρωση.
Η ενημέρωση ήταν αμφίδρομη, γιατί και ο Νικόλας με έξυπνο τρόπο εκμαίευε πληροφορίες από το Μιχαήλ για την κατάσταση στο Βυζάντιο. Η επικοινωνία των δύο παλικαριών, ήταν σε φιλικό πνεύμα και δεν δίστασαν και οι δύο να συνδεθούν με φιλία, από την πρώτη στιγμή της γνωριμίας τους.

Ο Μιχαήλ ενδιαφέρθηκε ιδιαίτερα για την Κάρυστο και ο Νικόλας τον κάλεσε να επισκεφθεί την Κάρυστο σαν προσωπικός καλεσμένος του.
Ο Νικόλας δεν έπαυε στις ιδιωτικές συνομιλίες τους να εκθειάζει τη βασίλισσα Χαρτζάννα, για τις διοικητικές ικανότητες της και την αγάπη που της είχε ο κόσμος, αλλά και για την ομορφιά της.

Ο Μιχαήλ εντυπωσιάστηκε από τις περιγραφές του Νικόλα και υποσχέθηκε μόλις περάσει λίγος καιρός από το πρόσφατο πένθος που είχε η οικογένεια του, από το θάνατο του πατέρα του Μανουήλ-Μιχαήλ, πρώην δεσπότη της Ηπείρου, πίστευε ότι θα κατάφερνε να πάρει άδεια  και θα κατέβαινε στην  Κάρυστο.
Το ίδιο βράδυ ο Μιχαήλ, επέστρεψε στο σπίτι του, για να φάνε μαζί με τη μητέρα του Ροδιά. Όσο ήταν πρόσφατο το πένθος, ο Μιχαήλ προσπαθούσε, τα περισσότερα βράδια που μπορούσε, να τα περνάει με τη μητέρα του, για να της απαλύνει τον πόνο, από το χαμό του  πατέρα του.

Χαρτζάννα, η Βασίλισσα - Κεφάλαιο 14

Η Χαρτζάννα έφυγε λοιπόν από την Ελβίρα, πήγε στο παλάτι της και κλείσθηκε στο δωμάτιο της, για να πάρει την, τόσο σημαντική απόφαση.
Έπρεπε  να συναντήσει,  ή όχι τον Αυγερινό και απλά να ζητήσει τη γνώμη του για το αν πρέπει να παντρευτεί και αν θα έκανε καλά να παντρευτεί τον Καρυστινό Νικόλα ή κάποιον άρχοντα από άλλη πόλη;

Σε καμία περίπτωση όμως, δεν έπρεπε να δείξει στο νεραϊδοβασιλιά, την αδυναμία που ένοιωθε για το πρόσωπο του.
Έμεινε κλεισμένη στο ιδιαίτερο διαμέρισμα της, στο παλάτι της άυπνη μέχρι την άλλη μέρα το πρωί. Αργότερα, δέχθηκε τους υπηκόους της, που θέλανε να τη δούνε και να συζητήσουν μαζί της, τα προβλήματα τους.
 Όλη την ημέρα, τήρησε τα βασιλικά της καθήκοντα κανονικά και το σούρωπο  καβάλησε το άλογο της και τράβηξε για το δρακόσπιτο της Όχης. Όταν έφτασε εκεί, έδεσε το άλογο της στην πέτρα που συνήθως το έδενε, έξω από το δρακόσπιτο, μπήκε μέσα και κάθισε πάνω στο βωμό για να σχεδιάσει και πάλι τη συνομιλία της με τον Αυγερινό.
Όσο τα μελέταγε στο μυαλό της, κατέληξε στην απόφαση να μην αναφέρει καθόλου τον προβληματισμό της, στο νεραϊδοβασιλιά για την επιλογή του συζύγου της, τουλάχιστον προς το παρόν. Σκέφθηκε πως η επιλογή συζύγου   ήταν ένα εντελώς προσωπικό της θέμα και στο κάτω κάτω δεν ήθελε να δείξει την αδυναμία της στο πρόσωπο του Αυγερινού, που όπως είπε και η Ελβίρα δεν ήταν άνθρωπος, αλλά ήταν μια σκιά.
Προς στιγμή σκέφθηκε να φύγει, άλλα μια δεύτερη σκέψη την έκανε να σταθεί και να πάρει την απόφαση να καλέσει το βασιλιά Αυγερινό και να του ζητήσει να δει το βασίλειο του.

Δεν ήταν και πολύ σίγουρη αν ο Νεραϊδοβασιλιάς θα της το επέτρεπε, αλλά μιας και είχε φτάσει μέχρι εκεί, ας του το ζητούσε, γιατί δεν ήταν εύκολο μια θνητή να μπει στο κόσμο των πνευμάτων και σκιών ενόσω ήταν ζωντανή. Από την άλλη πλευρά, σαν νέα κοπέλα, ήθελε να ξαναδεί τον όμορφο βασιλιά.
Χωρίς άλλο λοιπόν, στράφηκε προς την ανατολή – έτσι είχε κάνει και την πρώτη φορά, γιατί έτσι την είχε συμβουλεύσει η Ελβίρα – και είπε το ξόρκι με το οποίο καλούσε τον Αυγερινό. Σε λιγότερο από 3 λεπτά ο βασιλιάς Αυγερινός εμφανίστηκε δίπλα της χωρίς σύννεφο, φωτοστέφανο και ήχο σάλπιγγας, απλά ανθρώπινος και όπως πάντα πολύ όμορφος.

Ο Αυγερινός, υποκλίθηκε ευγενικά μπροστά στη Χαρτζάννα και της φίλησε το χέρι. Η Χαρτζάννα ανταπέδωσε με χάρη την υπόκλιση χωρίς να κοιτάζει στο πάτωμα, που σημαίνει υποτέλεια, αλλά τον κοίταξε κατά πρόσωπο, που σημαίνει ισοτιμία.
Ο Αυγερινός έδειξε ότι χάρηκε, με την παρουσία της Χαρτζάννας και τη ρώτησε ευγενικά, σε τι μπορούσε να βοηθήσει.

Η βασίλισσα Χαρτζάννα χωρίς περιστροφές, τον ρώτησε:
«Βασιλιά Αυγερινέ, κατ’ αρχήν σου ζητώ συγγνώμη για την ενόχληση που σου κάνω με την ερώτηση μου, αλλά είμαι περίεργη να μάθω πως είναι το βασίλειο σου. Φυσικά εσύ στην προηγούμενη συνάντηση μας, μου έκανες αναλυτική περιγραφή, αλλά εγώ καίγομαι από την επιθυμία να τα δω με τα ίδια μου τα μάτια.
«Ήθελα όμως να σου πω, πως αν αυτό δεν γίνεται, για λόγους που δεν χρειάζεται να μου αναλύσεις, δεν θα σου θυμώσω, μου φτάνει που μου έκανες την τιμή να έλθεις και είχα μια ακόμη ευκαιρία να σε δω στην ανθρώπινη παρουσία σου. Να δω τον πιο όμορφο άνδρα του κόσμου».

Η Χαρτζάννα ήταν τόσο χαριτωμένη, όταν έλεγε τις λέξεις αυτές, που οποιοσδήποτε άνδρας, άνθρωπος ή πνεύμα, θα ήταν δύσκολο να της αρνηθεί. Ο βασιλιάς του νεραϊδόκοσμου, χαμογέλασε και δεν έκρυβε την ευχαρίστηση του, στα λόγια, της τόσο  όμορφης θνητής, που έβλεπε μπροστά του.

«Σε σένα βασίλισσα Χαρτζάννα, θα επιτρέψω να επισκεφθείς το βασίλειο μου, αλλά πρέπει να γνωρίζεις, ότι ο χρόνος ο δικός σου στη γη δεν έχει καμία σχέση με το χρόνο που θα παραμείνεις στο δικό μας κόσμο. Συγκεκριμένα μια ώρα παραμονής σου, στο βασίλειο μου, θ’ αντιστοιχεί για ένα λεπτό ανθρώπινου χρόνου.
«Η παρουσία σου, στον κόσμο μας, δεν θα σου δημιουργήσει κανένα πρόβλημα, μιας και ότι θα βλέπεις και θ’ ακούς, για σένα θα είναι σαν να είσαι στη γη. Φυσικά, κανείς άλλος θνητός δεν θα μπορούσε να σε δει στο βασίλειο μου, γιατί και το βασίλειο και όσοι κατοικούν εκεί είναι αόρατοι, για τους θνητούς, αφού είναι πνεύματα, όπως πνεύμα θα είσαι και εσύ όσο θα μείνεις στο κόσμο μας.

«Όταν μου πεις, ότι θέλεις να γυρίσεις στον ανθρώπινο κόσμο, θα σου μάθω εγώ ένα ξόρκι και θα βρεθείς εκεί που ήσουν ή μπορείς να προσδιορίσεις οποιοδήποτε άλλο γήινο τόπο στον οποίο θέλεις να γίνεις και πάλι άνθρωπος».
Η βασίλισσα Χαρτζάννα συμφώνησε, χωρίς δεύτερη κουβέντα.                       
Τότε ο Αυγερινός με το αριστερό του χέρι έπιασε  το δεξί χέρι της Χαρτζάννας  και με το δεξί του χέρι, έκανε μια χαρακτηριστική κίνηση και εξαφανίσθηκαν και οι δύο από το δρακόσπιτο.

Σε χρόνο που δεν μπορούσε να είναι περισσότερο από ένα λεπτό βρέθηκε μπροστά σε μια καταπράσινη πολιτεία, με φανταχτερά σπίτια και λουλουδιασμένους κήπους, ενώ ένας παράξενος ήλιος φώτιζε ολόκληρη την πόλη και ακουγόταν μια απαλή μουσική, δίνοντας την αίσθηση μιας πρωτόγνωρης γαλήνης.
Ο ουρανός δεν είχε καθόλου σύννεφα και η πολιτεία εκτός ενός και μόνο λόφου, ήταν τελείως επίπεδη, γεμάτη πάρκα και λουλούδια.

Ο λόφος που ήταν άμεσα ευδιάκριτος, είχε στην κορυφή του ένα μεγάλο γυάλινο λαμπερό παλάτι . Αυτό ήταν το παλάτι του βασιλιά Αυγερινού.
Ο Αυγερινός οδήγησε τη Χαρτζάννα, στο παλάτι, όχι περπατώντας, αλλά σαν να πέταγαν και οι δύο και έφτασαν στο παλάτι. Εκεί τους υποδέχτηκαν πανέμορφες νεράιδες και ωραίοι νεράιδοι, που αποτελούσαν το προσωπικό του παλατιού.
Η Χαρτζάννα δεν μπορούσε να πιστέψει, ότι είναι δυνατόν να υπάρχει ένας τέτοιος κόσμος με όλους τους κατοίκους νέους και όμορφους και για το παλάτι ένα τέτοιο αστραφτερό λαμπερό οικοδόμημα.

Ο Αυγερινός της είπε, γελώντας..
«Εμείς εδώ βασίλισσα, δεν έχουμε ανάγκη από τροφές και ύπνο, γιατί είμαστε πνεύματα, γι’ αυτό, δεν μπορούμε να σε κεράσουμε κάτι, όπως κάνετε εσείς οι άνθρωποι, και όσο είσαι μαζί μας, όπως σου είπα, θα είσαι και εσύ πνεύμα και δεν θα έχεις ανάγκη από τροφή και ύπνο. Αυτά θα σου είναι απαραίτητα όταν γυρίσεις στον κόσμο σου.
«Ακόμη πρέπει να γνωρίζεις, ότι εμείς δεν έχουμε εποχές, για μας πάντα είναι καλοκαίρι».

Ο Αυγερινός βάδισε στην αίθουσα του θρόνου και κάθισε στο θρόνο του και στο διπλανό κάθισμα έβαλε τη Χαρτζάννα να καθίσει.
Το παλάτι είχε τεράστια παράθυρα και από τα ανοίγματα τους η βασίλισσα μπορούσε να βλέπει όλη τη Νεραϊδοπολιτεία.
Η βασίλισσα Χαρτζάννα τόλμησε να ρωτήσει, που είναι η γυναίκα του Αυγερινού;
Ο Αυγερινός γέλασε και πάλι και είπε στη Χαρτζάννα ..
«Εμείς εδώ βασίλισσα μου, δεν έχουμε οικογένειες με την έννοια που έχετε εσείς. Οι κάτοικοι του βασιλείου μας, όποιος θέλει, άνδρας ή γυναίκα μπορεί να ζευγαρώνει με το άλλο φύλο, αρκεί και οι δύο να το θέλουν. Αν όμως θέλουν να αποκτήσουν παιδιά, τότε μένουν μαζί στο ίδιο σπίτι, μέχρι να γεννηθούν τα παιδιά και μετά αν θέλουν, τα παραδίνουν στο βρεφοκομείο ή παιδοκομείο της πολιτείας. «Σε κάθε περίπτωση τα παιδιά στα 18  χρόνια τους, αποδεσμεύονται από τους γονείς τους και ζουν ελεύθερα. Στην περίπτωση που κάποιο παιδί, δεν κρίνεται κατάλληλο για να γίνει μέλος του Νεραϊδόκοσμου, εξαφανίζεται και δεν είναι πλέον πνεύμα, δηλαδή νεράιδα ή νεράιδος.           
Και ο Αυγερινός συνέχισε …
«Εγώ σύζυγο, βασίλισσα μου, δεν έχω, μπορώ όμως να διαλέγω μια οποιαδήποτε νεράιδα εκτός από αυτές που περιμένουν παιδί και να την έχω σύντροφο για όσο καιρό θέλω. Αν όμως εγώ ή αυτή, θέλουμε να πάμε μ’ ένα τρίτο άτομο, δεν έχουμε καμία δυσκολία και δεν παραβαίνουμε κανένα νόμο.
«Νόμο παραβαίνουν όσοι προσπαθούν να πάνε με το άλλο φύλο παρά τη θέληση του.  Στην περίπτωση αυτή, ο νόμος είναι αυστηρός και ο παραβάτης φυλακίζεται για έναν ολόκληρο χρόνο. Για όσο χρόνο είναι φυλακή, ο παραβάτης, άνδρας ή γυναίκα, χάνει τα περισσότερα προνόμια που του δίνει η νεραϊδοσύνη μέχρι να περάσει ο χρόνος φυλάκισης του.

«Πολλές φορές οι φυλακισμένοι ζητούν χάρη από τους Διαλεχτούς ή από τον ίδιο το Βασιλιά και αν εγκριθεί, βγαίνουν από τη φυλακή πριν ολοκληρωθεί ο χρόνος της ποινής τους και είναι ελεύθεροι όπως πριν».
Στη Χαρτζάννα που φυσικά ήταν άνθρωπος, δεν της άρεσε και τόσο πολύ η ελευθερία του έρωτα, γιατί είχε συνδυάσει, τον έρωτα με το συναίσθημα και την αγάπη και όχι τον έρωτα για την ερωτική πράξη του ζευγαρώματος. Δεν είπε τίποτα στον Αυγερινό, αλλά εκείνος το κατάλαβε και γελώντας της είπε:
«Εμείς δεν αποκλείουμε τη δυνατότητα σ’ έναν άνδρα ή μια γυναίκα να αγαπάει ένα  πρόσωπο από το άλλο φύλο, αλλά αν του αρέσει κάποιο τρίτο άτομο, δεν είναι κακό να πάει μαζί του. Σε καμία περίπτωση δεν θα το χαρακτηρίσουμε αμαρτία.
«Πρέπει να σου πω, ότι οι νεράιδες και οι νεράιδοι σπάνια ζευγαρώνουν με τα άλλα όντα που φιλοξενούνται στο βασίλειο μας, όπως αρχαίους θεούς ή ημίθεους ήρωες, ή ξωτικά ή δράκους κλπ. Αν όμως τύχει να ζευγαρώσουν και κάνουν παιδί, το παιδί δύσκολα γίνεται αποδεκτό από τους Διαλεχτούς γιατί κατά πάσα πιθανότητα θα είναι τέρας».
«Δεν είμαστε ρατσιστές, άλλα φροντίζουμε να διατηρούμε τα προνόμια που έχουμε σαν νεράιδες και νεράιδοι .
«Βασιλιάς στο δικό μας Βασίλειο, γίνεται μόνο από το νεραϊδόκοσμο. Όταν λέμε Νεραϊδόκοσμο, εμείς οι Έλληνες, εννοούμε τις νεράιδες και τους νεράιδους της Ελλάδας. Σε άλλες χώρες, υπάρχουν άλλα νεραϊδοβασίλεια, με άλλους νόμους προσαρμοσμένους στις τοπικές ιδιαιτερότητες. Σε γενικές γραμμές όμως ισχύουν τα ίδια πράγματα».

Η Χαρτζάννα έμεινε λίγο αμίλητη και αμέσως μετά είπε:
«Η αλήθεια είναι βασιλιά Αυγερινέ, ότι δεν συμφωνώ πολύ με το σύστημα που εφαρμόζετε, σχετικά με τις σχέσεις των δύο φύλων, αλλά αυτό ίσως να βγαίνει από την ανθρώπινη φύση μου και τα ήθη και έθιμα, με τα οποία έχω μεγαλώσει.
«Αλλά δεν χρειάζεται να διαφωνούμε για τέτοια πράγματα, εγώ δεν ήλθα εδώ για να κάνω κριτική στα ήθη σας και γενικότερα στο Βασίλειο σας, αλλά να δω και να πλουτίσω τις γνώσεις μου.
«Τώρα όμως, αφού μπορώ να «πετάω», θα ήθελα με τη βοήθεια ενός υπηκόου σου να επισκεφθώ και να δω από κοντά την πολιτεία σου και φυσικά σαν Ελληνίδα θα ήθελα να με πάτε να συναντήσω τους αρχαίους Έλληνες θεούς».
 «Βασίλισσα Χαρτζάννα, εγώ ο ίδιος θα σε ξεναγήσω στο Βασίλειο μου και φυσικά θα σε πάω στο μέρος που κατοικούν οι Ολύμπιοι θεοί. Οι θεοί αυτοί βασίλισσα μου, υπήρξαν δημιουργήματα της φαντασίας των προγόνων μας, που τελικά απέκτησαν υπόσταση και κυριάρχησαν στον Ελληνικό χώρο,  για περισσότερα από 2000 χρόνια.
«Η φαντασία των προγόνων μας, έφτιαξε τους θεούς αυτούς, με τεράστιες δυνατότητες και υπεράνθρωπες δυνάμεις, αλλά όμως τους έδωσε όλα τα πάθη και τις ανθρώπινες αδυναμίες στις σχέσεις μεταξύ τους και στις σχέσεις μεταξύ θεών και ανθρώπων.
«Δεν πρέπει όμως να τους περιφρονούμε και να τους φερόμαστε με απαξίωση, γιατί στην περίοδο που ήσαν θεοί, υπήρξαν μεγάλες προσωπικότητες και βασιλιάδες. Οι Ολύμπιοι θεοί κυριαρχούσαν όταν ο Σωκράτης, δίδασκε στην Αθήνα ή ο Περικλής έκανε το χρυσό αιώνα της Αθήνας και ο Αλέξανδρος κατέκτησε περισσότερο από το μισό τότε γνωστό κόσμο και δεν υποδούλωσε τους κατακτημένους άλλα φρόντισε να τους μορφώσει και να τους εκπολιτίσει.
«Σε Ολύμπιους θεούς πίστευαν και οι Ρωμαίοι όταν δημιούργησαν τη Ρωμαϊκή αυτοκρατορία. Ακόμη και ο Χριστός γεννήθηκε όταν βασίλευαν οι θεοί του Ολύμπου.
«Σε παρακαλώ βασίλισσα, όταν θα τους συναντήσεις να τους φερθείς με σεβασμό, ανεξάρτητα αν τώρα είναι μόνο ανάμνηση.    
                
Η Χαρτζάννα το υποσχέθηκε στον Αυγερινό και αυτός της είπε:
«Ξεκινάμε βασίλισσα, έλα δίπλα μου και πάμε να δούμε τους Έλληνες θεούς που φιλοξενώ στον κόσμο των πνευμάτων του δικού μου βασιλείου».
Η Χαρτζάννα εκείνη τη στιγμή, ένοιωσε την αίσθηση που έχουν μόνο τα πουλιά όταν καταφέρνουν να πετούν ανάμεσα γη και ουρανού. Πραγματικά  για την εποχή της, ήταν κάτι το εντελώς πρωτόγνωρο.
Ο Αυγερινός την πήγε πάνω από τα περισσότερα σημαντικά σημεία της πολιτείας του και δεν κουραζότανε να τις εξηγεί τα πάντα, ενώ υπήρξαν  πολλά σημεία στα οποία κατέβηκαν για να δούνε από κοντά τα αξιοθέατα.
Οι νεράιδες και οι νεράιδοι χαιρετούσαν με σεβασμό το βασιλιά τους και την υψηλή καλεσμένη του και η Χαρτζάννα ανταπέδιδε με περίσσεια χάρη το χαιρετισμό.
Η Χαρτζάννα δεν δίστασε να διατυπώσει στον Αυγερινό, μια απορία που είχε από την πρώτη στιγμή που ήλθε στο μαγικό κόσμο των πνευμάτων.
«Βασιλιά μου, εσείς σαν πνεύματα δεν έχετε ανάγκη από τροφή, το νερό που υπάρχει στην πόλη σας , τι το θέλετε»;
Ο Αυγερινός της απάντησε αμέσως:
«Είναι σωστή η απορία σου βασίλισσα, αλλά το νερό είναι πολύτιμο αγαθό της φύσης και εμείς δεν το βλέπουμε σαν ποτό, αλλά σαν απαραίτητο στοιχείο του περιβάλλοντος. Για το λόγο αυτό το έχουμε σε μεγάλη εκτίμηση».
Και το ιπτάμενο ταξίδι συνεχιζόταν με τον Αυγερινό να προσπαθεί να δείξει  και να εξηγήσει τα πάντα στη Χαρτζάννα που δεν σταμάταγε να τον ρωτάει για ό,τι της έκανε εντύπωση.

Είχαν περάσει περίπου 4 ώρες από τη στιγμή που ήλθε η Χαρτζάννα στο Βασίλειο του Αυγερινού, όταν ο Αυγερινός της είπε:
«Πάμε τώρα Χαρτζάννα να συναντήσουμε τους Ολύμπιους θεούς. Πρόσεξε όμως μη θυμώσεις, αν κάποιος ή κάποια θεά σου μιλήσουν λίγο άπρεπα. Βλέπεις δεν μπορούν ακόμη να ξεχάσουν τι δύναμη που είχαν κάποτε. Τέλος μη παρεξηγήσεις, αν κάποιος θεός σε φλερτάρει, βλέπεις μερικά πράγματα δεν ξεχνιόνται εύκολα ...».    
Σ’ ελάχιστο χρόνο φτάσανε σε μια γειτονιά που δεν φαινόταν από την αρχή ότι  αποτελούσε τμήμα της νεραϊδούπολης. Εκεί η ατμόσφαιρα ήταν λίγο διαφορετική. Ο Αυγερινός είχε φροντίσει η γειτονιά αυτή, να μοιάζει πολύ με το βουνό Όλυμπος, φυσικά σε μικρογραφία.

Στην κορυφή του βουνού υπήρχε το παλάτι του Δία. Στη μεγάλη αίθουσα του θρόνου, ήταν δυο θρόνοι για το Δία και την Ήρα και ένα τεράστιο μαρμάρινο τραπέζι γύρω από το οποίο υπήρχαν αρκετά καθίσματα για τους υπόλοιπους θεούς και ημίθεους.  
Όταν ο Αυγερινός και η Χαρτζάννα, μπήκαν στην αίθουσα του θρόνου αντιμετώπισαν μια μικρή παγωμάρα από το Δια και από τους άλλους θεούς, πράγμα που δικαιολογείται από το γεγονός ότι οι κυρίαρχοι του Ολύμπου ήταν κατά κάποιο τρόπο «υπήκοοι» ενός βασιλιά που δεν τον ανεγνώριζαν  καν για θεό.
Ο Αυγερινός το ήξερε αυτό, αλλά δεν τους φερόταν άσχημα και έκανε πως δεν καταλάβαινε. Στις περιπτώσεις όμως που έπρεπε να διατηρήσει το κύρος του και την ισορροπία στους υπηκόους του, δεν σήκωνε αστεία.

Ο Αυγερινός απευθυνόμενος προς το Δία του είπε:
«Βασιλιά των θεών η επίσκεψη  μου σήμερα, έχει σκοπό να σας γνωρίσει μια σύγχρονη σημαντική Ελληνίδα βασίλισσα, τη Βασίλισσα της Καρύστου Χαρτζάννα. Η Βασίλισσα Χαρτζάννα, είναι μια πανέμορφη και σοφή κοπέλα που είναι σπουδαία στη χρήση των όπλων και συγχρόνως έχει την αγάπη των υπηκόων της.
«Η Βασίλισσα είναι άνθρωπος και μου ζήτησε την άδεια να μας επισκεφθεί στο δικό μας βασίλειο και ήθελε πολύ να σας γνωρίσει, διότι σαν Ελληνίδα σας έχει σε μεγάλη εκτίμηση και παραδέχεται ότι για 2000 χρόνια που σας λάτρευαν σαν θεούς η Ελλάδα, μεγαλούργησε».
Τα λόγια αυτά, λειτούργησαν σαν καταλύτης και τότε όλοι οι θεοί άνδρες και γυναίκες σηκώθηκαν και καλωσόρισαν τη Χαρτζάννα.

Η Χαρτζάννα τήρησε «το πρωτόκολλο» και υποκλίθηκε στο Δια και την Ήρα οι οποίοι έσκυψαν και τη φίλησαν. Αμέσως μετά χαιρέτησε τον Ποσειδώνα και την Αθηνά και τους υπόλοιπους θεούς. Εκεί που έδειξε ιδιαίτερο ενδιαφέρον ήταν όταν πλησίασε να χαιρετήσει την Άρτεμη και μάλιστα της είπε:
«Θέα Άρτεμη, σας έχω σε μεγάλη εκτίμηση και θα ήθελα κάποια στιγμή να μιλήσουμε και να μου πείτε μερικά μυστικά του κυνηγιού, γιατί λατρεύω το κυνήγι και πιστεύω ότι χειρίζομαι καλά το τόξο και το δόρυ».

Η Άρτεμη τότε της είπε:
«Βασίλισσα πριν φύγεις από το νεραϊδοβασίλειο, πιστεύω ο βασιλιάς Αυγερινός να μου επιτρέψει ν’ αγωνισθώ μαζί σου στο τόξο».
Τότε ο Αυγερινός είπε στην Άρτεμη:
«Θεά μου, όταν η βασίλισσα Χαρτζάννα τελειώσει τις γνωριμίες της με τους Ολύμπιους συναδέλφους σου, τότε μπορείτε να βγείτε στον κήπο και να ρίξετε τόξο. Είναι μια ευκαιρία για τη βασίλισσα να δει από κοντά τη μεγαλύτερη τοξότρια όλων των εποχών και να πάρει μαθήματα από σένα».
Η Χαρτζάννα μίλησε με κάθε ένα θεό ιδιαίτερα και έχοντας πάρει κλασσική παιδεία από τους δασκάλους της, γνώριζε για τον καθένα που ήταν αρμόδιος και είχε κάτι να ρωτήσει για τις ικανότητες του.
Στη θεά Αθηνά, έδειξε μεγάλο σεβασμό και θαυμασμό, ιδιαίτερα για τη σοφία της, ενώ στη θεά Αφροδίτη εξέφρασε το θαυμασμό της για την ομορφιά και την ακατανίκητη γοητεία της.

Όχι μόνο στους θεούς, αλλά και στους ήρωες ημίθεους η Χαρτζάννα είχε να πει μια καλή κουβέντα. Ιδιαίτερα στον Ηρακλή του είπε ότι κάθε Ελληνόπουλο θα ήθελε να του μοιάσει. Οι θεοί και οι ημίθεοι ήρωες ήταν ενθουσιασμένοι μαζί της και όση ώρα ήταν κοντά τους η Χαρτζάννα, τη γέμισαν με φιλοφρονήσεις.
Ο Αυγερινός ήταν πολύ ευχαριστημένος με το φέρσιμο της Χαρτζάννας, η οποία παρόλο που ήταν μικρή κοπέλα, ήξερε να σταθεί οπουδήποτε και να αντιμετωπίσει όλες τις καταστάσεις με αξιοπρέπεια, χωρίς να προσβάλει κανένα.
Κάποια στιγμή η θεά Άρτεμη, την πλησίασε και θέλοντας να τη γλυτώσει από τον κλοιό των θεών της είπε γελώντας:
«Έλα, Χαρτζάννα ν’ αγωνισθούμε στο τόξο, γιατί οι δικοί μου θα σε τρελάνουνε  με τη φλυαρία τους.»
Η Χαρτζάννα γέλασε και ευγενικά απομακρύνθηκε από την αίθουσα με τη θεά  του κυνηγιού και βγήκαν στον κήπο. Αρκετοί από τους θεούς βγήκαν μαζί τους για να δουν τις ικανότητες των δυο κοριτσιών.

Η Άρτεμη τοποθέτησε ένα στόχαστρο και από απόσταση 50 μέτρων σημάδεψε με το τόξο της και έστειλε το βέλος της στο κέντρο του κύκλου του στόχαστρου.
Η Χαρτζάννα χειροκρότησε τη θεά για τη θαυμάσια βολή της και μετά πήρε το τόξο της Άρτεμης και ένα βέλος και σημαδεύοντας με πολύ προσοχή έστειλε το βέλος της πάνω στο καρφωμένο βέλος της θεάς σχίζοντας το, στα δύο.
Η Άρτεμη δεν φανταζόταν ότι η Χαρτζάννα θα ήταν τόσο καλή στο τόξο, έτρεξε και τη φίλησε, ενώ όσοι από τους θεούς παρακολουθούσαν ξέσπασαν σε χειροκροτήματα για τη Χαρτζάννα.
Η θεά Άρτεμη, τότε της είπε:
«Βασίλισσα Χαρτζάννα μάλλον πρέπει εσύ να μου δώσεις μαθήματα, δεν έχω ξαναδεί τέτοια βολή. Μπράβο σου κορίτσι μου».              
Ο Αυγερινός ήταν ενθουσιασμένος με την επίδοση της Χαρτζάννας στο τόξο και στράφηκε προς τη θεά Άρτεμη και της είπε:
«Θεά Άρτεμη η Ελλάδα συνεχίζει με τα κορίτσια της, την παράδοση  που εσύ ξεκίνησες και δόξασες. Αν ζούσαμε σε παλιότερες εποχές είμαι σίγουρος ότι θα την καλούσατε στον Όλυμπο».

Τότε μπήκε στη συζήτηση και ο βασιλιάς των θεών ο Δίας και είπε στον Αυγερινό:     
«Έχεις δίκιο, βασιλιά Αυγερινέ. Τώρα πια δεν είμαστε θεοί όπως τότε, τώρα είμαστε σύμβολα. Αλλά και στο δικό μας Όλυμπο εδώ στο Βασίλειο σου, η Βασίλισσα Χαρτζάννα έχει διαρκή πρόσκληση να έλθει μαζί μας σαν ισότιμη για όσο χρόνο θέλει και να μάθει από εμάς πολύτιμα πράγματα που θα την κάνουν να διαφεντεύει τους υπηκόους της, με σοφία και δικαιοσύνη.
«Οι Ολύμπιοι, βασιλιά, μοιάζουν με καθηγητές Πανεπιστήμιου, ο καθένας στην ειδικότητα του. Παρόλο που η Χαρτζάννα είναι Χριστιανή και δεν πιστεύει στον παλαιό δωδεκάθεο, ας μη μας βλέπει σαν θεούς, ας μας βλέπει σαν δάσκαλους».
Η Χαρτζάννα με μεγάλο σεβασμό, ευχαρίστησε το Δία και υποσχέθηκε ότι όταν μπορέσει θα ξανάλθει γιατί ομολογουμένως οι Ολύμπιοι σαν δάσκαλοι είναι αξεπέραστοι.       


Μετά απ’ αυτό και αφού είχαν περάσει 8 ώρες από τη στιγμή που μπήκε στο νεραϊδοβασίλειο, στράφηκε προς τον Αυγερινό και τον ρώτησε, αν μπορούσε να επιστρέψει στο κόσμο της και στο δρακόσπιτο της Όχης που είχε δέσει το άλογο της.
Ο Αυγερινός μαζί με τη Χαρτζάννα, χαιρετήσανε τους Ολύμπιους θεούς και πετώντας φτάσανε στο παλάτι του. Εκεί ο βασιλιάς Αυγερινός έδωσε ένα μικρό πάπυρο στη Χαρτζάννα που είχε  4  ξόρκια, ειδικά φτιαγμένα γι’ αυτήν.

Τα ξόρκια ήταν μόνο για τη βασίλισσα Χαρτζάννα, αν τα χρησιμοποιούσε άλλος δεν είχαν ισχύ.
Ο Αυγερινός δίνοντας της τον πάπυρο της είπε:
«Βασίλισσα, αυτά τα ξόρκια είναι ειδικά φτιαγμένα για σένα και όποτε θελήσεις μπορείς να χρησιμοποιήσεις όποιο νομίζεις για κάθε περίπτωση.
«Πρέπει να σου πω ότι τα ξόρκια αυτά, σε κάνουν ισότιμη με νεράιδα, χωρίς να είσαι στην πραγματικότητα. Για μένα όμως και για τον κόσμο μου δεν είσαι η Βασίλισσα Χαρτζάννα. Είσαι η Βασίλισσα Νεράιδα Χαρτζάννα.

Τα ξόρκια ήταν :
Το Ξόρκι 1: Με αυτό καλείται ο βασιλιάς Αυγερινός.
Το Ξόρκι 2: Με αυτό μπορούσε να πηγαίνει όποτε ήθελε στο Νεραϊδοβασίλειο.
Το Ξόρκι 3: Το ξόρκι αυτό της έδινε τη δυνατότητα να επιστρέψει στον ανθρώπινο κόσμο και μάλιστα σε όποιο σημείο ήθελε.
Το Ξόρκι 4: Την έκανε αόρατη, αυτήν, τα ρούχα της και ότι κρατούσε, ακόμη και το άλογο της και παράλληλα της έδινε τη δυνατότητα να πετάει με πολύ μεγάλη ταχύτητα. 

Με τα ξόρκια αυτά η Χαρτζάννα, αν και άνθρωπος, είχε όλες τις δυνατότητες των νεράιδων, το μόνο στο όποιο διέφερε ήταν ότι ήταν θνητή ενώ οι νεράιδες ήταν αθάνατες. 

Αμέσως μετά η Χαρτζάννα χαιρέτησε τον αγαπημένο της βασιλιά Αυγερινό και λέγοντας το ξόρκι 3, βρέθηκε ξανά στο δρακόσπιτο της Όχης. Ο ανθρώπινος χρόνος από τη στιγμή που μπήκε στην πόλη των νεράιδων μέχρι που βγήκε ήταν μόλις 8 λεπτά.

Χαρτζάννα, η Βασίλισσα - Κεφάλαιο 13

Όταν ο Νοράν σκότωσε το Σέργιο, το σύντροφο του και την άλλη υπηρέτρια στο σπίτι της Ελένης πριν 22 περίπου χρόνια, η Ροδιά κατέφυγε στο παλάτι του άρχοντα Μιχαήλ. Ο Μιχαήλ την κράτησε στο παλάτι για να την προστατεύσει από το Νοράν που ασφαλώς θα ήθελε να την εξοντώσει και αυτήν, για να μην υπάρχει κανένας ζωντανός μάρτυρας της φρικτής αυτής δολοφονίας.
Φυσικά ο Νοράν, για να γλυτώσει από την εκδίκηση του άρχοντα Μιχαήλ έφυγε προς το Νότο μαζί με την Ελένη, τη μικρή κόρη του Μιχαήλ, τη Χαρτζάννα και την αδελφή του Ελβίρα.

Οι φυγάδες όπως γνωρίζουμε, ρίζωσαν και διέπρεψαν στην Κάρυστο και δεν βρέθηκαν ποτέ από τους στρατιώτες του άρχοντα Μιχαήλ.
Όταν η Ροδιά εγκαταστάθηκε στο παλάτι του άρχοντα Μιχαήλ σαν υπηρέτρια, ο Μιχαήλ δεν την έδιωξε από το παλάτι, αντίθετα φρόντισε να μην της λείψει τίποτα και την έβαλε στην ιδιαίτερη υπηρεσία του.
Η Ροδιά ήταν μια πολύ όμορφη γυναίκα και ο Μιχαήλ δεν άργησε να τη συμπαθήσει και την έκανε ερωμένη του. Εκείνη έμεινε έγκυος και γέννησε ένα αγοράκι, το οποίο βάπτισε με το όνομα  Μιχαήλ. Όταν γεννήθηκε ο Μιχαήλ το ημερολόγιο έδειχνε 17/03/1004. 

Η Ροδιά δεν ήταν πλέον υπηρέτρια και εγκαταστάθηκε σ’ ένα σπίτι πολύ κοντά στο παλάτι και της έδωσε ένα μισθό για αυτήν και το παιδί της. Επειδή όμως ήταν ήδη παντρεμένος και δεν μπορούσε να την παντρευτεί, της βρήκε ένα συνταξιούχο απόστρατο το Θεοδόσιο, σαράντα πέντε χρόνια πιο μεγάλο από τη Ροδιά και την πάντρεψε. Στα μάτια του κόσμου ο μικρός Μιχαήλ δεν ήταν νόθος.

Ο άρχοντας Μιχαήλ παρόλο που πάντρεψε τη Ροδιά, με τον κοντά εβδομηντάρη Θεοδόσιο, συνέχιζε να έχει ερωτικές σχέσεις μαζί της σε πλήρη γνώση του γέροντα συζύγου της.
Ο μικρός Μιχαήλ μεγάλωνε με όλα τα καλά του κόσμου, πήγε σχολείο και μετά τα δεκαοκτώ του, πήγε για δυο χρόνια στην Κωνσταντινούπολη με έξοδα του Μιχαήλ και γύρισε αξιωματικός του Βυζαντίου με το βαθμό του υπολοχαγού.

Όταν γύρισε στην Ήπειρο ο μικρός Μιχαήλ, ο Θεοδόσιος ο άνδρας της Ροδιάς, είχε πεθάνει καθώς και η γυναίκα του Δεσπότη Μανουήλ-Μιχαήλ.

Ο άρχοντας Μανουήλ-Μιχαήλ είχε αρχίσει και αυτός να γερνάει άλλα φρόντισε να παντρευτεί τη Ροδιά και να αναγνωρίσει και τυπικά το μικρό Μιχαήλ σαν γιο του.
Όπως όλοι οι μεγάλοι άνθρωποι έτσι και ο Δεσπότης Μανουήλ-Μιχαήλ είχε και αυτός προβλήματα υγείας. Αποφάσισε λοιπόν να παραιτηθεί υπέρ του ανεψιού του Κωνσταντίνου Κομνηνού και να πάει στην Κωνσταντινούπολη, που θα μπορούσε να έχει καλύτερη ιατρική φροντίδα. Κάλεσε λοιπόν τη Ροδιά και της είπε τι είχε αποφασίσει και ότι σκεπτότανε να την πάρει με το μικρό Μιχαήλ να πάνε στην Πόλη. Εκεί  μπορούσαν να ζήσουν όλοι μαζί στο αρχοντικό που είχε στο Βόσπορο.

Ο άρχοντας Μανουήλ-Μιχαήλ Κομνηνός, ήταν από μεγάλη και πολύ πλούσια  οικογένεια και για την αρχόντισσα Ροδιά δεν θα έλειπε τίποτα και το παιδί της θα είχε μια λαμπρή καριέρα και φυσικά ένα μεγάλο όνομα.

Η Ροδιά δέχθηκε με ευχαρίστηση την πρόταση του άρχοντα.

Ένα πρωινό του 1024 ο άρχοντας Μανουήλ-Μιχαήλ έφευγε για την Κωνσταντινούπολη.
Στο  Βυζάντιο ακόμη, ήταν αυτοκράτορας ο Βασίλειος ο Βουλγαροκτόνος και δεν είχε αντίρρηση για την εγκατάσταση του Μιχαήλ στην Κωνσταντινούπολη,  ιδιαίτερα όταν έμαθε πως η υγεία του ήταν κλονισμένη και είχε ανάγκη από συνεχή ιατρική παρακολούθηση.

Όταν εγκαταστάθηκαν, στο αρχοντικό του Μανουήλ-Μιχαήλ, ο μικρός Μιχαήλ ζήτησε ακρόαση από τον αυτοκράτορα σαν γιος του άρχοντα και έδωσε στον αυτοκράτορα Βασίλειο, επιστολή στην οποία ο πατέρας Μανουήλ - Μιχαήλ, ζητούσε από τον αυτοκράτορα να εντάξει το γιο του στην αυτοκρατορική φρουρά.
Η αλήθεια είναι ότι ο γιος Μιχαήλ είχε όλα τα φυσικά προσόντα για μια τέτοια θέση και συγχρόνως είχε παιδεία αξιόλογη για την ηλικία του.  
Ο Αυτοκράτορας δεν είχε καμία αντίρρηση και ο γιος Μιχαήλ μέσα σε μια βδομάδα έγινε αξιωματικός της αυτοκρατορικής φρουράς.

Η Ροδιά ήταν ευχαριστημένη από τη νέα της ζωή και ιδιαίτερα για το μέλλον του γιου της, ενός παιδιού που στην ουσία το μεγάλωσε μόνη της.
Ο γιος Μιχαήλ από πολύ μικρός, γνώριζε ότι ήταν γιος του άρχοντα Μιχαήλ και ότι δεν ήταν γιος του Θεοδόσιου.

Ο Νοράν την τελευταία φορά που πήγε στην Πόλη έμαθε από τους παρατρεχάμενους αυλικούς ότι ο Μανουήλ-Μιχαήλ ήταν άρρωστος και είχε αποσυρθεί στο αρχοντικό του στο Βόσπορο με τη γυναίκα του και το μονάκριβο γιο του. Αλλά δεν έδωσε και μεγάλη σημασία διότι δεν γνώριζε ότι η Ροδιά ήταν η γυναίκα του.

Ο καιρός περνούσε και η ζωή στην Κάρυστο ήταν ήσυχη και απλή, αφού ο άρχοντας Χατζηεμμανουήλ και η βασίλισσα Χαρτζάννα φρόντιζαν να μη λείπει τίποτα από όλους τους κατοίκους της Καρύστου. Η πόλη συγκέντρωνε πολλά πλεονεκτήματα σε σύγκριση με άλλες πόλεις της Εύβοιας και των γειτονικών νησιών.
Η Κάρυστος γύρω στο 1025 διέθετε 14 πλοία που ανήκαν στο λαό της Καρύστου και είχαν την επίβλεψη και τη διοίκηση του τοποτηρητή άρχοντα Χατζηεμμανουήλ. Τα ιδιόκτητα πλοία της Καρύστου είχαν αναλάβει όλο σχεδόν το εμπόριο της πόλης και οι εξαγωγές της ολοένα και μεγάλωναν.

Η επάνδρωση των πλοίων, με πληρώματα έστρεψαν πολλούς νέους προς τα επαγγέλματα της θάλασσας και συγχρόνως ανέπτυξαν καλύτερα και την  αλιεία.
Τα πλοία της Καρύστου, είχαν τη δυνατότητα άμεσα να μετατρέπονται  σε πολεμικά, ικανά να ναυμαχήσουν με ξένα πλοία που θα επιβουλεύονταν την ασφάλεια και την ανεξαρτησία της πόλης.
Το μόνο πρόβλημα που είχε ο τοποτηρητής και η γυναίκα του, ήταν πότε η κόρη τους, θα διάλεγε ένα σύζυγο. Τα προξενιά ήταν πολλά, από ονομαστούς άρχοντες από πολλές πόλεις της Ελλάδας. Η άρνηση της Χαρτζάννας δεν ήταν πάντοτε εύκολη δουλειά για τον άρχοντα Χατζηεμμανουήλ, ο οποίος θα ήθελε να δώσει μια λύση σ’ αυτό το πρόβλημα που τον απασχολούσε και προσωπικά. Έπρεπε όμως να δίνει αληθοφανείς απαντήσεις στους υποψήφιους γαμπρούς, χωρίς να τους προσβάλει.

Η Χαρτζάννα έβλεπε πολύ άσχημα το γάμο που θα την ανάγκαζε πιθανόν  να φύγει από την Κάρυστο που τη λάτρευε και αφετέρου αυτός που θα συμφωνούσε να μείνει στην Κάρυστο, δεν θα ήταν βασιλιάς, άσχετα αν είχε παντρευτεί βασίλισσα. Έπρεπε λοιπόν  ένας ξένος άρχοντας που θα διάλεγε, να μείνει στην Κάρυστο και να γίνει αξιωματούχος της πόλης.
Αυτό το τελευταίο, έκανε τη Χαρτζάννα να φοβάται, μήπως ο ξένος αυτός άρχοντας, δεν θα αγαπούσε πραγματικά την Κάρυστο και θα κοίταζε το δικό του συμφέρον σε βάρος της πόλης.

Πώς λοιπόν να αποφασίσει το γάμο;
Η θετή μητέρα της, η Ελένη, για τη βγάλει από αυτό το δίλημμα τη συμβούλευσε να διαλέξει για σύζυγο ένα άξιο παλικάρι από την Κάρυστο. Η θέση στη διοίκηση που θα έπαιρνε ο «βασιλικός σύζυγος» θα ήταν απόφαση του υπουργικού συμβουλίου και του τοποτηρητή.
Όλοι είχαν στο μυαλό τους, το Νικόλα Ραιδεστό το γενναίο και όμορφο παλικάρι με τον οποίο είχε αγωνιστεί η βασίλισσα στα εγκαίνια του Κάστρου της Καρύστου. Όταν σε μια οικογενειακή συνάντηση, ο άρχοντας Χατζηεμμανουήλ της το πρότεινε, η Χαρτζάννα δεν έφερε και μεγάλες αντιρρήσεις. Τους παρακάλεσε όμως να της δώσουνε ένα μήνα καιρό, να το σκεφτεί και να τους απαντήσει.

Η αλήθεια είναι, για την Κάρυστο, αυτή ήταν η καλύτερη επιλογή, επειδή όλοι οι Καρυστινοί αγαπούσαν και εμπιστεύονταν το Νικόλα, ο όποιος σε όλες τις δύσκολές στιγμές έδειξε την αξιοσύνη του και την τυφλή εμπιστοσύνη στη βασίλισσα.
Οι προσωπικοί φίλοι του Νικόλα και γενικά οι άνθρωποι του περιβάλλοντος του, γνώριζαν ότι ο Νικόλας αγαπούσε κρυφά τη βασίλισσα Χαρτζάννα, αλλά δεν τολμούσε να της εκφράσει την αγάπη του.

Η βασίλισσα Χαρτζάννα, πήγε στη γιαγιά Ελβίρα και της είπε την πρόταση που της έκαναν οι γονείς της. Η Ελβίρα βρήκε την πρόταση πολύ καλή, γιατί το παλικάρι από όλες τις πλευρές ήταν πολύ καλό.
Η Χαρτζάννα τότε, εμπιστεύθηκε τη γιαγιά Ελβίρα και της είπε για την συνάντηση που είχε με το νεραϊδοβασιλιά Αυγερινό και πόσο την είχε γοητεύσει με την ομορφιά του. Στο μυαλό και στην καρδιά της Χαρτζάννας, οποιοσδήποτε άλλος άνδρας συγκρινόμενος με τον Αυγερινό, δεν είχε καμιά ελπίδα να προτιμηθεί.

Η Ελβίρα της είπε:
«Βασίλισσα Χαρτζάννα, αγαπημένο μου παιδί, ο Αυγερινός είναι πνεύμα και αθάνατος, εσύ είσαι άνθρωπος και μάλιστα ξεχωριστός στο γένος των ανθρώπων με υποχρεώσεις στο λαό σου.
«Αν προτιμήσεις τον Αυγερινό, τότε θα χαθείς από το γένος των ανθρώπων πριν την ώρα σου και θα γίνεις μια απλή νεράιδα στο κόσμο των σκιών.
«Ενώ ο Νικόλας είναι άνθρωπος σαν και εσένα και κυρίως θα είναι εδώ. Θα είναι δίπλα σου, στον αγαπημένο σας τόπο και εσύ θα είσαι η λατρεμένη βασίλισσα των συμπατριωτών σου, για να τους διαφεντεύεις και να τους αγαπάς.
«Ακόμη θα βλέπεις τον ήλιο από την ανατολή μέχρι τη δύση, ενώ εκεί δεν ξέρεις αν μπορείς να  ορίζεις την ανθρώπινη παρουσία σου.
«Όταν έλθει το πλήρωμα του χρόνου και είσαι έτοιμη να φύγεις από τη ζωή και πρέπει να αποχωριστεί το σώμα σου από τη ψυχή σου, ζήτησε να πάς στο νεραϊδοβασίλειο του Αυγερινού και ζήσε δίπλα του για πάντα.

Όσα είπε η γιαγιά Ελβίρα στη Χαρτζάννα, της φάνηκαν λογικά, αλλά και πάλι η Χαρτζάννα δεν βιάστηκε να αποφασίσει. Η βασίλισσα γνώριζε ότι η απόφαση της, ήταν πολύ σοβαρή υπόθεση και σκέφθηκε να τη συζητήσει και με τον Αυγερινό πριν πάρει  οριστική απόφαση.

Χαρτζάννα, η Βασίλισσα - Κεφάλαιο 12

Μετά τα γεγονότα που μεσολάβησαν και επήλθε ηρεμία στην πόλη, η βασίλισσα Χαρτζάννα θυμήθηκε και πάλι το δρακόσπιτο της Όχης. Είχε περιέργεια να διαπιστώσει αυτά, που της είχε πει η Ελβίρα για το νεραϊδοβασιλιά Αυγερινό και για τον αόρατο κόσμο των νεράιδων και των ξωτικών.
Θυμήθηκε τη μαγική λέξη «ξόρκι» που της είχε δώσει η Ελβίρα, αν ήθελε να επικοινωνήσει με το βασιλιά των νεράιδων και ένα απόγευμα καβάλησε  το άλογο της και κάλπασε για το δρακόσπιτο. Όταν έφτασε  εκεί, η βασίλισσα ξεπέζεψε και έδεσε το άλογο της σε μια πέτρα, ενώ είχε αρχίσει να σουρουπώνει, μπήκε στο δρακόσπιτο που ήταν σχεδόν σκοτεινό.

Η βασίλισσα χωρίς να φοβηθεί, στράφηκε προς την ανατολή και ανέφερε τη λέξη κλειδί που της είχε πει η Ελβίρα. Δεν είχαν περάσει τρία λεπτά της ώρας και ακούστηκε  ένας έντονος  θόρυβος συνοδευόμενος από ήχο σάλπιγγας. Τότε ένα παράξενο σύννεφο γέμισε το εσωτερικού του δρακόσπιτου και πάνω στο σύννεφο στεκόταν ένας πανέμορφος νέος άνδρας που γύρω απ’ αυτόν, ήταν ένα φωτεινό στεφάνι που τόνιζε ακόμη περισσότερο την ομορφιά του.

Ο Αυγερινός, αυτό ήταν το όνομα του νεραϊδοβασιλιά, συστήθηκε και υποκλίθηκε μπροστά στη βασίλισσα Χαρτζάννα. Η Χαρτζάννα δεν φοβήθηκε καθόλου, γατί  κάτι τέτοιο περίμενε να δει με την παρουσίαση του Αυγερινού.

Η Χαρτζάννα υποκλίθηκε και αυτή μπροστά στον Αυγερινό και του είπε πως χάρηκε που τον γνώρισε. Ο Αυγερινός κούνησε το χέρι του με μια χαρακτηριστική κίνηση και αμέσως εξαφανίστηκε το σύννεφο πάνω στο οποίο στεκόταν και έσβησε το φωτεινό στεφάνι που τον περιέβαλε.     
              
Ο Αυγερινός, τελείως ανθρώπινος πλέον, πλησίασε και φίλησε το χέρι της Χαρτζάννας. Η Χαρτζάννα, χωρίς να δείχνει τον εντυπωσιασμό της, από την εμφάνιση του Αυγερινού του είπε:

«Βασιλιά, έτσι είσαι πιο ανθρώπινος και θα μπορέσουμε να μιλήσουμε καλύτερα».
«Βασίλισσα Χαρτζάννα δεν ήθελα να σ’ εντυπωσιάσω με την επίσημη παρουσία μου, άλλα έτσι έπρεπε να γίνει, γιατί ήταν η πρώτη μας συνάντηση.
«Στις επόμενες, αν υπάρξουν, δεν θα με δεις με το σύννεφο και το φωτοστέφανο».
Ήταν μια βασιλική συνάντηση, ανάμεσα σε άνθρωπο και σε πνεύμα.

Και οι δύο έδειχναν ευχαριστημένοι από τη συνάντηση αυτή και η συζήτηση τους περιορίσθηκε, στο να δώσει ο βασιλιάς Αυγερινός απαντήσεις στα πολλά ερωτήματα που λογικά είχε, η βασίλισσα Χαρτζάννα.

Απορίες ή ερωτήματα δεν έδειχνε να έχει ο νεραϊδοβασιλιάς, γιατί αυτός ήξερε σχεδόν τα πάντα για τη Χαρτζάννα. Η βασίλισσα όμως δεν ήξερε τι να τον πρωτορωτήσει.
Παρόλο που λίγο πολύ, την είχε ενημερώσει η Ελβίρα, για το νεραϊδόκοσμο που κατοικούσε στο βουνό της Όχης, ήθελε να τα ακούσει, πρώτο χέρι από τον ίδιο τον άρχοντα του αόρατου αυτού κόσμου.

Ο Αυγερινός δεν έδειχνε καμιά δυσφορία στην ενημέρωση και η βασίλισσα τον ρώτησε:
« Ποίο είναι το Βασίλειο σου βασιλιά»;

«Το δικό μου Βασίλειο, βασίλισσα μου, είναι στο χώρο των πνευμάτων.
«Οι κάτοικοι του, είναι νεράιδες, νεράιδοι, νύμφες, ξωτικά, αρχαίοι Ολύμπιοι θεοί και θεοί πριν από αυτούς, που σαν θεοί έχουν χάσει πλέον τις θεϊκές δυνάμεις τους και παραμένουν σε αδράνεια παρόλο που  εξακολουθούν να είναι αθάνατοι.
«Οι θεοί αυτοί, δεν έχουν πλέον τη δύναμη να μεταμορφώνονται σε ανθρώπους και σαν άνθρωποι να επισκέπτονται τη γη. Στην παρούσα φάση  παραμένουν μόνο σκιές».          
Με άλλα λόγια ο Δίας, η Ήρα, η Αθηνά και οι άλλες Ολύμπιες θεότητες ήταν πλέον σκιές και περνούσαν τον καιρό τους διαλογιζόμενοι μεταξύ τους και πολλές φορές διαφωνούσαν και κατέφευγαν για το δίκιο τους, στο Δία.
Αν η λύση που έδινε ο Δίας δεν τους ικανοποιούσε, τότε πήγαιναν στον Αυγερινό που ήταν ο μεγάλος άρχοντας του μαγικού αυτού κόσμου και αυτός φρόντίζε να τους δίνει δίκαιες λύσεις.

Και ο Αυγερινός συνέχισε:
«Οι Νεράιδες είναι αθάνατες ημίθεες οντότητες που γεννιόνται από τις νεράιδες όταν αυτές ζευγαρώνουν με τους νεράιδους ή όταν αυτές, έπαιρναν ανθρώπινη μορφή και ζευγαρώνανε με ανθρώπους ή ήταν γυναίκες που όταν για κάποιο λόγο έχαναν τη ζωή τους και λίγο πριν πεθάνουν, εξέφραζαν την επιθυμία τους, να πάνε στο νεραϊδόκοσμο.
«Στην περίπτωση αυτή, ο νεραϊδοβασιλιάς τις επιλέγει ή τις απορρίπτει με τα δικά του κριτήρια.
 «Οι νεράιδοι ήταν πολύ λίγοι και αποτελούσαν την προσωπική φρουρά του βασιλιά του Νεραϊδοβασίλειου και ήταν και αυτοί αθάνατοι ημίθεοι.
 «Οι νεράιδοι ζευγάρωναν και αυτοί με νεράιδες ή με θνητές γυναίκες αλλά  αδιαφορούσαν για την τύχη των παιδιών που θα έφερναν οι θνητές γυναίκες στον κόσμο.  
«Όταν οι νεράιδες γεννούσαν αγόρια τα πήγαιναν στο βασιλιά και αυτός αποφάσιζε αν θα ζήσουν ή όχι.
«Συνήθως τα παιδιά των αρσενικών νεράιδων με θνητές, είχαν ειδικές ιδιαιτερότητες και επικοινωνούσαν με τον αόρατο νεραϊδόκοσμο, με άλλα λόγια, γίνονταν εύκολα μάγοι ή μάγισσες, και ο κόσμος συνήθως τους έλεγε «αλαφροΐσκιωτους.
«Οι νεράιδες και οι νεράιδοι είχαν τη δυνατότητα να εμφανίζονται με ανθρώπινη μορφή, όσο ήταν νύκτα, την ημέρα ξανάπαιρναν την αόρατη μορφή των νεράιδων.«Οι νύμφες ζούσαν διπλή ζωή, συνήθως έμεναν στα δάση και στις σπηλιές της γης, σαν κανονικές κοπέλες ή γίνονταν αόρατες και έμπαιναν στον νεραϊδόκοσμο σαν νεράιδες δεύτερης κατηγορίας.
«Όταν οι νύμφες ζευγάρωναν με ανθρώπους τα παιδιά τους ήταν κανονικοί άνθρωποι, ενώ όταν ζευγάρωναν με νεράιδους τα παιδιά τους ήσαν ισότιμα των νεράιδων. Και ο Αυγερινός συνέχισε:
«Υπάρχουν ακόμη τα ξωτικά, δηλαδή όντα παράξενα και κακοφτιαγμένα, όπως οι καλικάντζαροι, οι σάτυροι και άλλα που ήταν στις διαταγές του νεραϊδοβασιλιά και υπηρετούσαν τις αρχαίες θεότητες, τις νεράιδες τους νεράιδους και τις νύμφες ακόμη.
«Τέλος υπάρχουν οι δράκοι και οι γίγαντες που συνήθως ήσαν παιδιά, από τις αρχαίες θεότητες όταν ζευγάρωναν με ανθρώπους, νεράιδες ή με ζώα. Και αυτά τα όντα ήταν δεύτερης κατηγορίας και υπηρετούσαν το νεραϊδοβασίλειο ή διωχνόντουσαν απ’ αυτό και ζούσαν στον ανθρώπινο κόσμο απομονωμένα».

Όλα αυτά, ο Αυγερινός τα έλεγε με μια σιγουριά και απλότητα λες και ήταν ότι πιο φυσικό υπήρχε. Η Χαρτζάννα, δεν πίστευε αυτά που άκουγε, εντούτοις τα δέχθηκε σαν δεδομένα, έκανε όμως  μια πολύ συγκεκριμένη ερώτηση στον Αυγερινό.
«Πες μου βασιλιά Αυγερινέ, ποία είναι η σχέση σου με το Χριστό και το Διάβολο»;
«Βασίλισσα μου, όπως σωστά σου είπε και η μάγισσα Ελβίρα, εμείς, ο Νεραϊδόκοσμος, είμαστε ο τρίτος χώρος των πνευμάτων. Δεν ανήκουμε ούτε στο Χριστό και κυρίως δεν ανήκουμε στο Διάβολο. Όπως καταλαβαίνεις, ο πρώτος κόσμος, είναι ο κόσμος του Χριστού που λατρεύεται εσείς οι άνθρωποι της Ελλάδας και του Βυζαντίου. Ο δεύτερος κόσμος είναι ο κόσμος του Διαβόλου και ο τρίτος κόσμος είμαστε εμείς ο Νεραϊδόκοσμος. Ο Νεραϊδόκοσμος είναι ένας τελείως ανεξάρτητος αόρατος κόσμος. Πρέπει να σου πω ακόμη, ότι οι σχέσεις μας με τον κόσμο του διαβόλου δεν είναι καθόλου φιλικές, ενώ με τον κόσμο του Χριστού, έχουμε άριστες σχέσεις και επικρατεί αλληλοσεβασμός. Σε πολλές περιπτώσεις υποστηρίζουμε το Χριστιανισμό και τα μέσα λατρείας του».

Και η Χαρτζάννα συνέχισε:
«Δηλαδή βασιλιά Αυγερινέ, εμείς οι άνθρωποι, κατά τη γνώμη σου σε τι πρέπει να πιστεύουμε»;
«Προφανώς πρέπει να πιστεύετε και στους τρεις αυτούς κόσμους, αλλά πρέπει να προτιμάτε τον κόσμο του Χριστού και το δικό μας, γιατί και από τους δύο αυτούς κόσμους, δεν πρόκειται να πάθετε κακό. Αντίθετα, μόνο κακό θα έχετε,  από τον κόσμο του διαβόλου, εκεί οπωσδήποτε θα ζημιωθείτε ψυχικά και μετά σωματικά ή οικονομικά». Και η Χαρτζάννα συνέχισε:
«Δηλαδή βασιλιά μου και οι τρεις αυτοί κόσμοι των πνευμάτων είναι αόρατοι και αθάνατοι, ενώ εμείς οι άνθρωποι ζούμε πάντοτε με τον κίνδυνο του θανάτου και φροντίζουμε να τα έχουμε καλά και με τους τρεις αυτούς κόσμους, για να μπορέσουμε να επιβιώσουμε;     
«Δεν είναι και τόσο τραγικά τα πράγματα για τους θνητούς, δηλαδή εσάς τους ανθρώπους, Όσο εσείς ζείτε, έχετε τη δυνατότητα να επιλέξετε την πορεία της ψυχής σας, μετά το θάνατο σας. Όταν λέμε θάνατο βασίλισσα μου, θεωρούμε την απομάκρυνση της ψυχής σας, από το φθαρτό σώμα σας. Η ψυχή σας θα συνεχίσει να ζει στον αόρατο κόσμο, ενταγμένη σε κάποιο από τους τρεις κόσμους. Η επιλογή του κόσμου, ένταξης της ανθρώπινης ψυχής στους κόσμους του Χριστού ή του Διαβόλου είναι αποτέλεσμα κρίσεως που ξεκινά από τον κόσμο του Χριστού που αποδέχεται ή όχι στον κόσμο του, τις ψυχές εκείνες που όσο ήταν σε ανθρώπινο σώμα ζούσαν σύμφωνα με τους νόμους του καλού και της αγάπης.
«Η επιλογή του κόσμου του Διαβόλου, γίνεται χωρίς κανένα κριτήριο μετά την άρνηση της αποδοχής από τον κόσμο του Χριστού. Όσοι όμως θέλουν εμάς, λίγο πριν πεθάνουν, μπορούν να ζητήσουν την ψυχική  ένταξη τους στο νεραϊδόκοσμο. Δηλαδή στο δικό μας κόσμο.

«Αλλά και εμείς δεν τους δεχόμαστε όλους. Όσοι επιθυμούν να έλθουν σε εμάς, τους κρίνουμε και τους επιλέγουμε. Η επιλογή τους, γίνεται από το νεραϊδοβασιλιά και μερικές φορές και από τους προσωπικούς του συμβούλους, νεράιδους και νεράιδες.
«Στην περίπτωση που επιλεγεί ένας άνδρας ή γυναίκα, τότε του παρέχουμε την επιθυμητή ανθρώπινη μορφή, σαν εναλλακτική κατοικία της ψυχής του. Δηλαδή επιλέγουμε την καλύτερη εμφάνιση που είχε όταν ζούσε σαν άνθρωπος και του την προσφέρουμε, όταν πρόκειται να εμφανιστεί σαν άνθρωπος.
«Πρέπει να ξέρεις όμως, ότι όλοι όσοι ανήκουν στον δικό μας κόσμο, μπορούν να παίρνουν ανθρώπινη μορφή, την καλύτερη δική τους όταν ζούσαν, μόνο όταν είναι νύκτα. Με το φως της ημέρας, όλοι οι υπήκοοι γίνονται άφαντοι στη γη.
Ο βασιλιάς όμως μπορεί να προσδιορίζει κάποιους υπηκόους του, να εμφανίζονται και την ημέρα.
«Υπάρχουν όμως, ορισμένοι νεράιδοι και νεράιδες που έχουν το σταθερό δικαίωμα να εμφανίζονται στους ανθρώπους με ορατή ανθρώπινη μορφή και την ημέρα. Αυτοί λέγονται Διαλεχτοί γιατί έχουν ξεχωρίσει από τους άλλους για την καλοσύνη και την σωστή συμπεριφορά τους.
«Οι Διαλεχτοί αποτελούν το ανώτατο Νεραϊδοσυμβούλιο, που αποτελεί συμβουλευτικό όργανο του βασιλιά και συγχρόνως ανώτατο δικαστήριο, τις αποφάσεις του οποίου, είναι υποχρεωμένος να δέχεται και ο βασιλιάς.   
«Ανώτατος νόμος του βασιλείου είναι ότι, οι υπήκοοι του πρέπει να μη βλάπτουν τους άλλους, δηλαδή να μη βλάπτουν τους υπηκόους των δύο άλλων κόσμών και κυρίως των ανθρώπων. 
«Όλα τα μέλη του Νεραϊδοβασίλειου υπακούν πλήρως στο Νεραϊδοβασιλιά στις διαταγές και επιθυμίες του. Αν όμως κάποιος υπήκοος του βασιλείου αυτού, θεωρεί ότι τον βλάπτει  μια απόφαση του βασιλιά, μπορεί να καταφύγει στους Διαλεχτούς και να βρει το δίκιο του.
«Στους Διαλεχτούς, μπορούν να καταφύγουν όλα τα μέλη του βασιλείου , όχι μόνο οι νεράιδοι και οι νεράιδες».
Η βασίλισσα Χαρτζάννα δίστασε λίγο , αλλά ρώτησε τον Αυγερινό μια λίγο τολμηρή ερώτηση.
«Βασιλιά Αυγερινέ, πως εκλέχτηκες εσύ βασιλιάς του δικού σου κόσμου»;

Ο Αυγερινός χαμογέλασε λιγάκι , αλλά απάντησε πρόθυμα στη Χαρτζάννα.
«Όπως σου είπα βασίλισσα μου, στο Νεραϊδοβασίλειο την ανώτατη δικαιοδοσία την έχουν οι Διαλεχτοί. Αυτοί εκλέγουν το βασιλιά ή κάποιο άλλο αξιωματούχο του βασιλείου, όταν χρειασθεί».
«Φυσικά η απορία σου θα είναι, πως να χρειασθεί ένας αθάνατος ισόβιος βασιλιάς να παραιτηθεί ή να αναγκασθεί να παραιτηθεί;
«Όπως στην κοινωνία των θνητών, έτσι και εδώ δεν είναι τίποτα μόνιμο και ο βασιλιάς ακόμη μπορεί να αντικατασταθεί. Οι λόγοι για να αντικατασταθεί  ο βασιλιάς είναι δύο, αν ο ίδιος επιθυμεί να παραιτηθεί ή τον αναγκάζουν να παραιτηθεί.
«Ο πρώτος λόγος είναι η οικειοθελής απόφαση της παραίτησης. Στην περίπτωση αυτή, οι διαλεχτοί τον ρωτούν αν έχει να προτείνει διάδοχο του, και αν έχει, τότε , οι διαλεχτοί αφού  ερευνήσουν τον προταθέντα για διάδοχο τον αποδέχονται ή τον απορρίπτουν και επιλέγουν άλλον μόνοι τους. Ο παλιός βασιλιάς τότε, γίνεται αυτόματα μέλος του συμβουλίου των διαλεχτών.
«Αν όμως ο ίδιος δεν έχει να προτείνει διάδοχο, τότε το συμβούλιο των Διαλεχτών, εφαρμόζει τη δημοκρατική διαδικασία της υποβολής υποψηφιοτήτων. Οι υποψήφιοι πρέπει να είναι μόνο νεράιδοι ή νεράιδες.
«Οι Διαλεχτοί ψηφίζουν όποιον από τους υποψήφιους νομίζουν σαν καλύτερο να αναλάβει την πρώτη θέση στο βασίλειο.  Υποψήφιοι μπορεί να είναι και μέλη του συμβουλίου των Διαλεχτών. Τέλος η απόλυτη πλειοψηφία που θα πάρει ένας υποψήφιος, τον οδηγεί στο θρόνο του Νεραϊδοβασίλειου.
«Ο δεύτερος λόγος είναι μια σοβαρή πρόταση απομάκρυνσης του βασιλιά, λόγω ανεπάρκειας εκτέλεσης των καθηκόντων του που μπορεί να υποβάλει για το βασιλιά, ένας υπήκοος του βασιλείου του. Ο  υπήκοος αυτός έχει δικαίωμα να υποβάλει πρόταση δυσπιστίας προς το βασιλιά μόνον μια φορά. Στην περίπτωση αυτή, τίθεται ουσιαστικό θέμα, απομάκρυνσης του βασιλιά.
«Το συμβούλιο των Διαλεχτών συνέρχεται σε πλειοψηφία και ελέγχει κατ’ αρχήν την καταγγελία απομάκρυνσης και εφόσον η πλειοψηφία συμφωνήσει με την καταγγελία, ο βασιλιάς είναι πλέον έκπτωτος.
«Αμέσως μετά, αρχίζει η διαδικασία επιλογής του νέου βασιλιά, όπως ακριβώς και στην περίπτωση της οικειοθελούς απομάκρυνσης».         
Αλλά η βασίλισσα Χαρτζάννα, συνέχισε τα ερωτήματα της:
«Βασιλιά Αυγερινέ, πες μου ειλικρινά, ανακατεύεσαι σε ανθρώπινες διαμάχες, γιατί με τη δύναμή που διαθέτεις, μπορείς να επηρεάσεις καταλυτικά υπέρ του ενός ή του άλλου διαπληκτιζόμενου»;
Ο Αυγερινός χαμογέλασε λίγο και της απάντησε:
«Βασίλισσα μου, η αρχή του δικού μας κόσμου, είναι να μην ανακατευόμαστε όχι μόνο στα ανθρώπινα άλλα και στους άλλους δύο κόσμους που συνυπάρχουμε. Εντούτοις ειδικότερα στον ανθρώπινο κόσμο υπάρχουν ελάχιστες περιπτώσεις που επεμβαίνουμε, μόνον όταν μας ζητηθεί από τους ίδιους τους ανθρώπους που έχουν τη δυνατότητα να επικοινωνούν μαζί μας.
«Αυτό όμως, που έχει σημασία είναι ότι επεμβαίνουμε υπέρ του ενός συγκεκριμένου ανθρώπου, μόνον όταν, εμείς πεισθούμε ότι έχει το δίκιο με το μέρος του».
Η βασίλισσα Χαρτζάννα, χαμογέλασε και με γυναικεία χάρη είπε στον βασιλιά Αυγερινό:
«Δηλαδή βασιλιά μου, αν εγώ ή γενικά το βασίλειο μου, βρεθεί σε κατάσταση ανάγκης και επικαλεσθώ τη βοήθεια σου, θα με βοηθήσεις»;
«Βασίλισσα Χαρτζάννα, γνωρίζω ότι είσαι μοναδική στη μάχη, δίκαια στην κρίση σου και δεν θα έβλαπτες ποτέ κανένα, συγχρόνως όμως είσαι και καλός διπλωμάτης αλλά κυρίως αγαπάς την πατρίδα σου και το βασίλειο σου.
«Μη στενοχωριέσαι λοιπόν, αν βρεθείς σε κατάσταση ανάγκης και ζητήσεις τη βοήθεια μου, εγώ θα είμαι δίπλα σου.
«Αλλά και για κάτι άλλο ακόμη, είσαι πολύ όμορφη κοπέλα και ακόμη και ένας βασιλιάς που είναι μόνο πνεύμα, δεν θα σου αρνηθεί χάρη».
Το τελευταίο αυτό το είπε γελώντας, θέλοντας να κάνει και μια φιλοφρόνηση  στην όμορφη γυναίκα και όχι στη βασίλισσα και συνέχισε σε σοβαρό πλέον ύφος.
«Εσύ Χαρτζάννα έχεις το προνόμιο να με καλείς προσωπικά, ότι και να σου συμβεί, μη διστάσεις λοιπόν .
«Ακόμη θέλω να σου πω ότι αν καμιά φορά θέλεις να μ’ ακολουθήσεις, μπορώ να σε κάνω αόρατη και να μπούμε στον παρελθόντα χρόνο να ζήσεις ξανά γεγονότα, που έχουν γίνει, και φυσικά να μπορείς να αναμιχθείς αν θελήσεις, αλλά δεν θα μπορείς  να αλλάξεις τα αποτελέσματα.
«Αυτή την τιμή δεν την κάνουμε συχνά σε ανθρώπους, αλλά εσύ είσαι κάτι το ξεχωριστό.»

Ο Βασιλιάς Αυγερινός της είπε  ακόμη, σε ύφος φιλικής συζήτησης, ότι βασιλεύει σωστά και κυρίως δίκαια και να συνεχίσει να βασιλεύει με τον ίδιο τρόπο, της τόνισε δε, ότι όταν έλθει το πλήρωμα του χρόνου να φύγει από την ανθρώπινη ζωή και ζητήσει να έλθει στον κόσμο των πνευμάτων, αυτός θα χαρεί ιδιαίτερα αν επιλέξει το νεραϊδόκοσμο.

Η βασίλισσα, αφού συζήτησε μαζί του και για πολλά άλλα, λιγότερο ενδιαφέροντα σηκώθηκε έκανε μια μικρή υπόκλιση  και άπλωσε το χέρι για να χαιρετήσει τον Αυγερινό. Αλλά και ο βασιλιάς ανταπέδωσε την υπόκλιση, φίλησε το χέρι της Χαρτζάννας και με μια ειδική κίνηση του δεξιού του χεριού εξαφανίστηκε.

Η  Χαρτζάννα δεν πίστευε ακόμη για το τι είχε δει και το τι είχε ακούσει, αλλά και ήταν γοητευμένη με την ομορφιά και την ευγένεια του παλικαριού που συνομιλούσε τόση ώρα, πέρα από την ιδιότητα του σαν αρχηγός του Βασιλείου των νεράιδων.
Βγήκε έξω από το δρακόσπιτο που έγινε η συνάντηση, και είχε πλέον νυκτώσει για καλά, κατευθύνθηκε προς το άλογο της, το έλυσε  από την πέτρα που το είχε δέσει, το καβαλίκεψε όπως πάντα, με τον ανδρικό τρόπο και άρχισε να κατηφορίζει για το παλάτι της.

Χαρτζάννα, η Βασίλισσα - Κεφάλαιο 11

Το ημερολόγιο έδειχνε 15/10/1021. Ο άρχοντας Χατζηεμμανουήλ, ήταν ο επίσημος αντιπρόσωπος της Καρύστου και η κόρη του βασίλισσα Χαρτζάννα, είχε ένα συμβολικό, διακοσμητικό τίτλο και τίποτα περισσότερο. Για την Κάρυστο όμως και κυρίως για τους κατοίκους και των δύο πλευρών της Όχης, ήταν η πραγματική βασίλισσα τους.           
Ο αυτοκράτορας, έδωσε χρυσόβουλο στο Χατζηεμμανουήλ, ότι η κόρη του Χαρτζάννα, η επιλεγόμενη βασίλισσα, ήταν επίσημα πλέον βασίλισσα της Καρύστου. Η Χαρτζάννα ήταν αντικαταστάτρια του Χατζηεμμανουήλ και συγχρόνως διάδοχος του, σε περίπτωση που αυτός θα ήθελε να παραιτηθεί ή λόγω θανάτου, χωρίς να χάσει τον τίτλο της βασίλισσας, ένα τίτλο που της τον έδωσε ο ίδιος ο λαός της Καρύστου.
Ο άρχοντας Χατζηεμμανουήλ ήταν πολύ ευχαριστημένος από τη συνάντηση με τον αυτοκράτορα Βασίλειο το Β!, το δοξασμένο στρατιώτη που όλοι τον ήξεραν σαν Βασίλειο Βουλγαροκτόνο. Ο αυτοκράτορας την εποχή αυτή ήταν πλέον μεγάλος στην ηλικία, αλλά όλοι του έτρεφαν μεγάλο σεβασμό και θαυμασμό.

Ο αυτοκράτορας παρόλο που είχε κάποιες πληροφορίες για την προηγούμενη ιστορία του Χατζηεμμανουήλ, δεν ανακαίνισε ποτέ το θέμα αυτό, διότι ήταν απόλυτα ευχαριστημένος με τον τοποτηρητή του, όλα αυτά τα χρόνια. Η ικανοποίηση του αυτοκράτορα από την πολιτεία του τοποτηρητή  του, έβγαινε και από τις πληροφορίες των κατασκόπων που είχε στην Κάρυστο και του μετέφεραν την αγάπη των κατοίκων της Καρύστου για τον τοποτηρητή και τη λατρεία που είχαν για την κόρη του. Ο έξυπνος γέρο-αυτοκράτορας, αδιαφορούσε για τον προηγούμενο βίο του τοποτηρητή του, μιας και ο ίδιος ήταν σκληρός στρατιώτης και τον ενδιέφερε μόνο το αποτέλεσμα και στην περίπτωση του άρχοντα Χατζηεμμανουήλ, ήταν, ότι καλύτερο.  
    
Ο Χατζηεμμανουήλ από το περιβάλλον του παλατιού, έμαθε ότι ο Δεσπότης (ανώτατος άρχοντας) Μανουήλ - Μιχαήλ της Ηπείρου ήταν πολύ άρρωστος, είχε αποσυρθεί στο αρχοντικό του στο Βόσπορο και από στιγμή σε στιγμή θα πέθαινε.
Η προκήρυξη εναντίον του Νοράν είχε πλέον αποσυρθεί για δύο λόγους. Ο πρώτος ήταν ότι όταν ίσχυσε, για τα δύο πρώτα χρόνια δεν έδωσε κανένα αποτέλεσμα και ο δεύτερος ήταν ότι και ο ίδιος ο Μιχαήλ ήθελε κατά κάποιο τρόπο να αποσιωπηθεί η ιστορία με τη νόθα κόρη του, για λόγους ηθικής της εποχής.
  
Ο Χατζηεμμανουήλ κάθισε ακόμη δύο ημέρες στην Κωνσταντινούπολη για να ξεκουραστεί και αυτός και οι άνδρες του, από το δύσκολο ταξίδι που είχαν κατά τον ερχομό τους. Την τρίτη ημέρα σήκωσε πανιά για την Κάρυστο περισσότερο ευχαριστημένος από την επίσκεψη του στον αυτοκράτορα από ό,τι περίμενε.
Το ταξίδι του στην επιστροφή, ήταν καλύτερο από το ταξίδι προς το Βυζάντιο γιατί ο καιρός είχε κοπάσει και σε τέσσερις ημέρες τα καράβια του έμπαιναν στον όρμο της Καρύστου. Μόλις έφτασε στην Κάρυστο ο άρχοντας Χατζηεμμανουήλ ο λαός της Καρύστου είχε μαζευτεί στην παραλία για να τον υποδεχτεί.

Όταν η βάρκα που τον μετέφερε έδεσε στην ακρογιαλιά, ο Χατζηεμμανουήλ  βγήκε με ύφος θριαμβευτού και κρατούσε στο αριστερό του χέρι το χρυσόβουλο της αναγνώρισης της βασίλισσας Χαρτζάννας.
Τότε  γονάτισε μπροστά της και της το παρέδωσε. Αμέσως μετά, γύρισε προς το λαό και ανακοίνωσε ότι πλέον η Χαρτζάννα ήταν η πραγματική βασίλισσα της Καρύστου και όχι μόνο βασίλισσα του Χαρτζανίου.
Ο λαός δεν ενθουσιάστηκε, γιατί γι’ αυτούς, η Χαρτζάννα ήταν η βασίλισσα τους, με ή χωρίς χρυσόβουλο.

Στις φυλακές του Κάστρου βρίσκονταν ο Καρίμ και οι τρεις Μαυριτανοί  πειρατές. Η βασίλισσα Χαρτζάννα είχε διατάξει του φρουρούς των φυλακισμένων να τους συμπεριφέρονται καλά. Πράγματι οι κρατούμενοι ληστές, δεν είχαν κανένα παράπονο. Αυτό που τους απασχολούσε ήταν η δίκη που θα γινότανε μόλις γύριζε από την Κωνσταντινούπολη ο τοποτηρητής.

Την τρίτη ημέρα από την επιστροφή του άρχοντα Χατζηεμμανουήλ, ορίστηκε η  δίκη. Η δίκη θα γίνονταν στη μεγάλη αίθουσα του Κάστρου, παρουσία του υπουργικού συμβουλίου, των προεστών των χωριών της βορινής πλευράς της Όχης και 20 επιλεγμένων κατοίκων της Νότιας πλευράς. Η δίκη ξεκίνησε κατά της 10 το πρωί και σχεδόν όλοι οι παρευρισκόμενοι ήσαν μάρτυρες κατηγορίας. Κατά το απόγευμα ζητήθηκε από τους παρευρισκομένους να πουν ποια τιμωρία ήθελαν για τους κατηγορουμένους.
Η απόφαση ήταν παμψηφεί θάνατος.

Ο Καρίμ στράφηκε προς τη βασίλισσα και ζήτησε χάρη και της είπε ότι πολύ θα ήθελαν αυτός και οι άνδρες του, να την υπηρετήσουν. Η βασίλισσα δεν απάντησε εκείνη την στιγμή και είπε στους φρουρούς να της φέρουν σε ιδιαίτερο δωμάτιο, τον Καρίμ.
Πραγματικά ο Καρίμ παρουσιάσθηκε μπροστά στη βασίλισσα αξιοπρεπής και για μια φορά ακόμη της ζήτησε χάρη.

Η βασίλισσα τον κοίταξε και του είπε:

«Είσαι δυνατός άνδρας Καρίμ και θα μπορούσες να είσαι στην πατρίδα σου, ένας έντιμος και αξιοπρεπής αξιωματικός ή διακεκριμένος πολίτης, από το να κάνεις τον πειρατή που αργά η γρήγορα θα κατέληγες στη θέση που βρίσκεσαι τώρα».
Ο Καρίμ συμφώνησε με τη βασίλισσα και της ζήτησε να τον εντάξει στο δυναμικό της και της υποσχέθηκε ότι θα την υπηρετούσε πιστά.
Η βασίλισσα δεν δέχθηκε την πρόταση του Καρίμ και του είπε:
«Καρίμ δεν θα σε σκοτώσω εσένα και τους συντρόφους σου, αλλά θα σας διώξω  από την Κάρυστο με το πρώτο εμπορικό πλοίο που θα αναχωρήσει.
«Θα σας πληρώσω τα ναύλα σας, αλλά όλα τα περιουσιακά σας στοιχεία δεσμεύονται υπέρ του νοσοκομείου και γηροκομείου της Καρύστου.
«Ελπίζω όταν θα γυρίσετε στην πατρίδα σας να γίνεται καλοί και έντιμοι πολίτες».
Πραγματικά μετά από πέντε ημέρες από τη δίκη αφού δεσμεύτηκαν όλα τα πολύτιμα που είχε στο σπίτι του, ο Καρίμ και οι τρεις άνδρες του, αναχώρησαν με εμπορικό πλοίο.
Κανείς πια δεν άκουσε για τον Καρίμ.


Χαρτζάννα, η Βασίλισσα - Κεφάλαιο 10

Η βασίλισσα Χαρτζάννα αφού φρόντισε για τους τραυματίες στο Νοσοκομείο της Καρύστου, μετά την αποθεραπεία τους, τους μετέφερε στη φυλακή του Κάστρου. Τον Καρίμ τον τοποθέτησε σε ιδιαίτερο κελί και δεν έχει καμία επικοινωνία με τους άνδρες του. Από τους 15 που αιχμαλωτίσθηκαν οι δώδεκα ήταν χριστιανοί Καρυστινοί και οι υπόλοιποι ήταν Μαυριτανοί - πειρατές.

Είχαν περάσει οκτώ ημέρες και όλοι οι τραυματίες είχαν γυρίσει στο Κάστρο.
Οι οικογένειες των δώδεκα, είχαν κατασκηνώσει έξω από το Κάστρο και η Χαρτζάννα φρόντιζε, να τους πηγαίνουν φαγητό και για μια ώρα τους επέτρεπε να μπαίνουν στο κάστρο για να συναντηθούν με τους ανθρώπους τους.
Η ανθρωπιά της Χαρτζάννας ήταν το κάτι άλλο. Οι ίδιοι οι αιχμάλωτοι και οι συγγενείς τους, έβλεπαν τη βασίλισσα σαν δικό τους άνθρωπο. Η Χαρτζάννα, μάζεψε όλους τους χριστιανούς στην αυλή του Κάστρου και τους είπε ότι, δεν χρειάζεται να περάσουν από δίκη, γιατί αυτοί που θα δικάσουν είναι και αυτοί Καρυστινοί και δεν τους πήγαινε, να τιμωρήσουν τους συμπατριώτες τους.

Έτσι αφού κράτησε τα ονόματα τους, τους έδωσε ένα μικρό χρηματικό ποσό και κάποια τρόφιμα για το ταξίδι και με την επίβλεψη των δικών της στρατιωτών, τους οδήγησε στα μονοπάτια της κορυφής της Όχης για να περάσουν στη δική τους περιοχή. Τους είπε ακόμη ότι αν ήθελαν να ενωθούν, σε μια πόλη, με τη νότια πλευρά ν’ αποφασίσουν μόνοι τους.
Τους συνέστησε, να πουν στους προεστούς των χωριών τους, που δεν ήσαν άλλοι από τους δάσκαλους, τους παπάδες και γενικά τους γέροντες, να συγκεντρωθούν και να αποφασίσουν αν ήθελαν την ένωση. Η Χαρτζάννα όμως ήθελε, να το αποφασίσουν μόνοι τους, χωρίς να αναγκασθεί να τους το επιβάλει.

Στους αιχμάλωτους και στους συγγενείς τους, η Χαρτζάννα είπε ότι αν αποφάσιζαν να μην ενωθούν με τους νότιους Καρυστινούς δεν θα τους το επέβαλε με το ζόρι. Αν όμως δημιουργούσαν πάλι προβλήματα όπως τώρα με τον Καρίμ, τότε ο στρατός της θα αναγκαζόταν να επιβάλει την τάξη ακόμη και μέσα στη δική τους περιοχή. Και ασφαλώς όλοι είδαν ότι είχε τη δύναμη  να το κάνει. Φυσικά η ένωση για το Βυζάντιο ήταν δεδομένη, και ο τοποτηρητής άρχοντας Χατζηεμμανουήλ ήταν τοποτηρητής και γι’ αυτούς.

Μετά τη διάλυση της ομάδας του Καρίμ, και την επιστροφή των αιχμαλώτων οι προεστοί των χωριών, της βόρειας πλευράς της Όχης, συναντήθηκαν και αποφάσισαν όλοι ομόφωνα, ότι θέλουν ένωση και συνεργασία με τα αδέλφια τους, της νότιας πλευράς και αναγνωρίζουν τη Χαρτζάννα σαν βασίλισσα τους.
Όταν η αντιπροσωπεία των προεστών ήλθε στο παλάτι της Χαρτζάννας και της ανακοίνωσαν την απόφαση τους, η βασίλισσα δάκρυσε γιατί το πρόβλημα της διαίρεσης της Καρύστου και τυπικά είχε τελειώσει.

Η Βασίλισσα και ο τοποτηρητής Μανόλης Χατζηεμμανουήλ, έκαναν ένα γλέντι στο παλάτι, για να φιλοξενήσουν τους προεστούς και τους δήλωσαν ότι σε δέκα ημέρες από σήμερα, θα πήγαιναν στο κεντρικό χωριό των βορείων (σημερινό Καλλιανοί) για να γνωρίσουν και τους κατοίκους και ν’ ακούσουν τα προβλήματα τους και από εκεί θα επισκέπτονταν όλα τα χωριά για τον ίδιο λόγο.
Μέσα στις δέκα αυτές μέρες η Χαρτζάννα και ο τοποτηρητής μαζί με το υπουργικό συμβούλιο, έκαναν πολλές συγκεντρώσεις για να μπορέσουν να καταστρώσουν ένα σχέδιο με το οποίο θα εξομοίωναν το βορρά με το νότο της Καρύστου. Τελικά κατάφεραν να συμφωνήσουν σ’ ένα σχέδιο άμεσης εφαρμογής. Το σχέδιο προέβλεπε  τα πιο κάτω σημεία:

1.Να γίνουν κοινές επιτροπές κατοίκων και από τις δύο πλευρές που θα ενεργούσαν μια πρώτη απογραφή στα χωριά της αιγαιοπελαγίτικης πλευράς του βουνού.

2.Να υπολογίσουν τις ανάγκες μιας αξιοπρεπούς επιβίωσης των οικογενειών των βορείων.

3.Να ιδρυθούν δυο σχολεία, παρόμοια των Βασιλικών σχολείων της Χαρτζάννας, στα δύο μεγαλύτερα χωριά του βορρά.

4.Να ενισχυθεί η Βυζαντινή φρουρά που κανονικά έπρεπε να ισχύει για να παίξει το ρόλο της αστυνομίας της περιοχής και κυρίως να αναλάβει την προστασία της περιοχής από τους πειρατές και γενικά από τους ξένους εισβολείς.

5.Να βελτιωθούν, με κοινή συνεργασία των κατοίκων και των δύο μερών τα μονοπάτια, και τα περάσματα από τη μια πλευρά στην άλλη. Όλα τα έξοδα για το έργο αυτό θα το αναλάμβανε προσωπικά η βασίλισσα.

6.Το Νοσοκομείο και το γηροκομείο της Καρύστου ενισχύθηκε από προσωπικό, κτήρια και μέσα, για να δέχεται και τους κατοίκους της βορινής πλευράς.    

7.Τέλος δύο φορές την ημέρα θα υπήρχε έφιππος ταχυδρόμος που θα έφερνε σε επικοινωνία τις δύο πλευρές. Οι δύο ταχυδρόμοι ήταν ένας από κάθε πλευρά.

Τα επτά αυτά σημεία θεωρήθηκαν ικανά σαν πρώτη φάση να εξομαλύνουν τις διαφορές των δύο μερών και να επιφέρουν ισορροπία στην ανάπτυξη των  πλευρών της Όχης. Για το λόγο αυτό δόθηκε εντολή από τη βασίλισσα για άμεση εφαρμογή.

Πριν παρέλθουν οι δέκα ημέρες που είχε ορίσει η βασίλισσα, συστήθηκε μια 
επιτροπή με επικεφαλής το Νικόλα και πέρασε στη βόρεια πλευρά. Εκεί συναντήθηκε με τους προύχοντες των χωριών, ορίστηκαν οι αντιπρόσωποι τους και  άρχισαν την απογραφή. Συνολικά οι κάτοικοι των χωριών της πλευράς του Αιγαίου, καταγράφηκαν σχεδόν στο μισό του αριθμού, της νότιας πλευράς. Αυτό είχε σαν αποτέλεσμα, να υπολογίσουν πόσοι άνδρες ήταν αναγκαίοι για την αστυνομία και για άμεση επέμβαση σε περίπτωση εισβολής πειρατών ή ξένων δυνάμεων, μέχρι να επέμβει δύναμη από τη νότια πλευρά.

Η ειδοποίηση φυσικά, θα γίνονταν μέσω των ταχυδρόμων, αλλά σε μεγάλη ανάγκη θ’ άναβαν πέντε μεγάλους δαυλούς στην κορυφή της Όχης και αμέσως μια δύναμη από το Νότο θα έσπευδε προς βοήθεια. Τέλος η από κοινού επιτροπές, προσδιόρισαν τις θέσεις που θα γίνουν τα δύο σχολεία με έξοδα αποκλειστικά από το βασιλικό ταμείο.
Επίσης προσδιορίστηκαν τα δύο περάσματα στην κορυφή της Όχης και ορίστηκαν εργάτες από το βορινό μέρος που θα ανοίξουν τα περάσματα μέχρι την κορυφή και εργάτες από το νότιο θα άνοιγαν τα μονοπάτια στη νότια πλευρά. Και τα έξοδα της διάνοιξης των μονοπατιών θα επιβαρύνουν το νότο.

Τέλος προσδιορίσθηκαν οι φτωχές οικογένειες των βορείων, που θα έπαιρναν ένα σημαντικό οικονομικό βοήθημα. Με τις διαδικασίες αυτές, μέσα σε χρονικό διάστημα δύο μηνών, είχαν ολοκληρωθεί τα έργα της ισορροπίας στη ζωή των χωριών και των δύο πλευρών.

Δεν είχε περάσει ένα τρίμηνο, από την ολοκλήρωση των έργων όταν εμφανίστηκαν πειρατές με δύο καράβια στην παραλία του μεγάλου χωριού της βορεινής πλευράς. Η αστυνομία, παρεμπόδισε όσο μπορούσε τις βάρκες των πειρατών στην παραλία, αλλά οπισθοχώρησε για να μην υποστεί απώλειες. Οι προεστοί όμως του χωριού, έδωσαν εντολή να ειδοποιηθεί ο νότος.

Η ειδοποίηση έγινε με τους ταχυδρόμους, αλλά και με τους πέντε δαυλούς που άναψαν στην κορυφή. Σε χρόνο λιγότερο από 15 ώρες από την εμφάνιση των πειρατών άρχισαν να κατεβαίνουν 50 ένοπλοι καβαλάρηδες από την κορυφή της Όχης.
Όσοι από τους  πειρατές  είχαν βγει στην παραλία με τις βάρκες τους σκοτώθηκαν από το στρατό και κατασχέθηκαν οι βάρκες τους. Οι υπόλοιποι που αντιλήφτηκαν, τι γινόταν στην παραλία, άνοιξαν πανιά και εξαφανίστηκαν στο ανοιχτό πέλαγος.
         
Το γεγονός αυτό, ήταν μια πρώτης τάξεως απόδειξη για την ασφάλεια που είχαν πλέον οι βόρειοι, μετά τη συνένωση τους με τους νότιους. Οι κάτοικοι, το γλέντησαν δεόντως μιας και ήταν η πρώτη φορά που κατανίκησαν τους πειρατές, χωρίς να υποστούν καμία απώλεια. Ο στρατός, φιλοξενήθηκε για μια μέρα στο βορά, μήπως επέστρεφαν οι πειρατές και την άλλη μέρα πήρε το δρόμο της επιστροφής.

Ο άρχοντας Χατζεμμανουήλ ήταν εξαιρετικά ευτυχής για το αποτέλεσμα της ένωσης των δύο πλευρών του βουνού. Συνέταξε μια αναφορά για την Κωνσταντινούπολη, με λεπτομέρειες για τα γεγονότα, που είχαν γίνει στην Κάρυστο και ιδιαίτερα επεσήμανε την οργανωτική ικανότητα και τη συμμετοχή της Χαρτζάννας στην όλη υπόθεση.

Ο Χατζηεμμανουήλ προσδιόρισε δύο πλοία από τα δώδεκα που πλέον είχε η Κάρυστος, πήρε και 20 άνδρες μαζί του και σήκωσε πανιά για την Κωνσταντινούπολη. Στη θέση του, στην Κάρυστο είχε μείνει η βασίλισσα και ο Νικόλας.

Τα πλοία συνάντησαν κακό καιρό και το ταξίδι τους για τη βασιλεύουσα διήρκεσε 5 ολόκληρες μέρες. Όταν τα πλοία της Καρύστου, έδεναν στο Βόσπορο, ο άρχοντας Χατζηεμμανούηλ ζήτησε από τον άρχοντα Λιμενάρχη, να του επιτρέψει να επισκεφτεί τον αυτοκράτορα, για να του επιδώσει την αναφορά του και να τον ενημερώσει και προφορικά για την Κάρυστο και για τα πρόσφατα γεγονότα που έγιναν σ’ αυτήν.           
Ο άρχοντας Λιμενάρχης, επικοινώνησε με το παλάτι και τον αυτοκράτορα Βασίλειο και ενημέρωσε τον Χατζηεμμανούηλ ότι την επομένη ημέρα ο αυτοκράτορας θα τον δεχόταν γύρω στις 11 το πρωί. Ο Χατζηεμμανουήλ, επέλεξε τέσσερις από τους άνδρες του, τους πιο αξιόλογους και μορφωμένους και όλοι ντυμένοι άψογα, ανηφόρησαν για το παλάτι.

Η επιτροπή των Καρυστινών, χάρη στις γνώσεις του Χατζηεμμανουήλ για το τελετουργικό μέρος στο βυζάντιο, σημείωσε πολύ καλή εντύπωση. Ο αυτοκράτορας, ειδοποίησε έναν αυλικό του, να παραλάβει την έγγραφη αναφορά του τοποτηρητή της Καρύστου και κάλεσε τον άρχοντα Χατζηεμμανουήλ να τα πούνε ιδιαιτέρως. Ο αυτοκράτορας είχε πλήρη επίγνωση των γεγονότων που έγιναν στην Κάρυστο από τους κατασκόπους που είχε εκεί.
Η Κωνσταντινούπολη εφάρμοζε συστηματικά τη μέθοδο των «κατασκόπων», διότι ήθελε τις αναφορές των τοποτηρητών να τις διασταυρώνει και μόνη της. Ακόμη ο αυτοκράτορας γνώριζε, τον Χατζηεμμανουήλ από παλιότερη επίσκεψη του και τον είχε σε εκτίμηση για τη μέχρι τώρα πολιτεία του, στη θέση του τοποτηρητή.

Ο άρχοντας Χατζηεμμανουήλ εξήγησε στον αυτοκράτορα, τον τίτλο της βασίλισσας που είχε δώσει στην κόρη του, ο οποίος περιοριζόταν μόνο για το δικό του κτήμα. Η δραστηριότητα όμως της Χαρτζάννας και το ενδιαφέρον της, για όλους τους κατοίκους της Καρύστου, τους έκανε όλους να την αποκαλούν Βασίλισσα.

Ο αυτοκράτορας γνώριζε τα πάντα, για τη Χαρτζάννα και είπε στο Χατζηεμμανουήλ ότι η αυτοκρατορία, θα αναγνώριζε τη βασίλισσα Χαρτζάννα σαν βασίλισσα ολόκληρης της Καρύστου, φυσικά υποτελή στο Βυζάντιο. Διατήρησε δε το θεσμό του τοποτηρητή στο Χατζηεμμανούηλ, θέλοντας να δείξει την εμπιστοσύνη του, στον ήδη τοποτηρητή και κυρίως να του επισημάνει για ό,τι παράνομο τύχαινε να κάνει η βασίλισσα, υπεύθυνος ήταν αυτός.


Χαρτζάννα, η Βασίλισσα - Κεφάλαιο 9

Η βόρεια πλευρά της Όχης, είναι σαφώς πιο “άγρια” από τη νότια, όσον αφορά στην ακτογραμμή, που κτυπιέται αλύπητα από τα κύματα του Αιγαίου πελάγους που σηκώνει ο βοριάς, όταν πέφτει με δύναμη στο ακρωτήριο του Καφηρέα. Από την αρχαιότητα, στη πλευρά αυτή της νότιας Εύβοιας, γίνονταν πολλά ναυάγια και επειδή οι παραλίες εκεί είναι σχετικά βραχώδεις, τα καράβια που έπεφταν έξω, λόγω του βοριά, γινόντουσαν κομμάτια. Από τους επιβάτες και τα πληρώματα των πλοίων, ελάχιστοι κατάφερναν να βγαίνουν ζωντανοί στις ακτές. Οι άνθρωποι αυτοί, βρίσκονταν ξαφνικά σ’ ένα άγνωστο και αφιλόξενο μέρος που δε τους έδινε και μεγάλες ευκαιρίες για να εγκατασταθούν εκεί, έστω και προσωρινά.

Αν συνέβαινε, οι ναυαγοί, να είναι πειρατές που έχαναν το πλοίο τους, η ανάγκη επιβίωσης τους έκανε να στραφούν στις κλοπές και στις ληστείες εναντίον των μονίμων κατοίκων της περιοχής. Οι κάτοικοι των χωριών αυτών, δεν ήταν πλούσιοι και δεν είχαν περίσσευμα τροφών για να θρέψουν και τους ναυαγούς που μπορεί να ήταν πειρατές ή να ήταν απλοί ναυαγοί, που η πείνα τους ανάγκαζε να κλέβουν και να ληστεύουν για να επιζήσουν.

Μερικοί  από αυτούς, έβρισκαν τρόπο να επισκευάσουν τα σπασμένα πλοία τους και στην πρώτη καλοκαιρία να φύγουν για τον προορισμό που είχαν πριν ναυαγήσουν. Υπήρχαν όμως,  αρκετοί που προσπάθησαν να βρούνε την τύχη τους, στον τόπο που ναυάγησαν. Μοιραίο ήταν από το λόγο αυτό, να αυξηθεί ο παραβατισμός και η εγκληματικότητα.
Η ανάμειξη των κατοίκων με τους ναυαγούς, οδήγησε στη δημιουργία ληστρικών ομάδων που άρχισαν να βλέπουν σαν πιθανά θύματα τους, τους κατοίκους της νότιας πλευράς της Όχης. Είχαν τις πληροφορίες τους, ότι η πλευρά αυτή, είχε αρκετό πλούτο, πολύ περισσότερο από την αντίστοιχη βορινή και φυσικά έδινε ευκαιρίες για ληστείες.

Έτσι άρχισαν να δημιουργούνται σιγά σιγά συστηματικές ομάδες ληστών που έμπαιναν στη νότια περιοχή και κυρίως σε σπίτια που ήταν στα όρια της νότιας περιοχής για να κλέψουν και να σκοτώσουν τους κατοίκους και να πάρουν ότι πολύτιμο είχαν. Οι ομάδες αυτές, άρχισαν να συσπειρώνονται και έφτασε τελικά, να υπάρχει ένας παράνομος μικρός στρατός ληστών, που είχε γίνει πρόβλημα και για τα  σπίτια της νότιας πλευράς. Αρχηγός της πιο σημαντικής παράνομης ομάδας ήταν ένας Μαυριτανός πειρατής ο Καρίμ.

Ο Καρίμ είχε το θράσος, να απαιτήσει από τη βασίλισσα Χαρτζάννα και από τον τοποτηρητή του Βυζαντινού κράτους, να του δίνουν συστηματικά, χρήματα και τρόφιμα για να σταματήσει τις επιδρομές. Με άλλα λόγια ο Καρίμ ήθελε να κάνει «προστασία» στους κατοίκους της νότιας Όχης. 

Η Χαρτζάννα και ο άρχοντας Μανόλης έγιναν έξαλλοι με την απαίτηση  του Καρίμ και αποφάσισαν να τελειώνουν μια και καλή μ’ αυτόν. Κάλεσαν έκτακτο υπουργικό συμβούλιο, ενώπιον της βασίλισσας και αφού συζήτησαν το θέμα με πολύ προσοχή, πήραν ομόφωνη απόφαση να εξαφανίσουν τον Καρίμ και την ομάδα του. Η απόφαση λοιπόν ήταν πόλεμος!

Η Χαρτζάννα, είπε στο Χατζηεμμανουήλ να συντάξει στρατιωτικό σχέδιο, που η νίκη τους, να είναι όσο γίνεται, ανώδυνη και χωρίς θύματα, γιατί όλοι ήταν Καρυστινοί και η Χαρτζάννα δεν ήθελε αυτόν, τον εμφύλιο σκοτωμό. Ο Χατζηεμμανουήλ σχεδίασε δύο ομάδες στρατιωτών που θα πλευροκόπαγαν το στρατό του Καρίμ. Στη μια αρχηγός ήταν ο ίδιος και στην άλλη ο Νικόλας.

Η Χαρτζάννα πριν αρχίσει ο πόλεμος, έστειλε δυο απεσταλμένους της στον Καρίμ. Αυτοί ήταν βοσκοί που βοσκούσαν τα κατσίκια τους, κοντά στην κορυφή της Όχης και γνώριζαν καλά το μέρος. Τους είπε να πάνε να βρουν τον Καρίμ και να του ζητήσουν να συναντήσει τη βασίλισσα Χαρτζάννα, μήπως μπορέσει να τους δώσει μια λογική λύση, για να αποφευχθεί η αιματοχυσία. Η πρόταση της βασίλισσας ήταν λογική και ανθρώπινη.

Ο Καρίμ όταν τον βρήκαν οι δύο βοσκοί, γέλασε με την πρόταση που του μετέφεραν και άρχισε να βρίζει χυδαία τη βασίλισσα. Οι βοσκοί δεν έφεραν αντίρρηση στον Καρίμ, δεν μπορούσαν άλλωστε γιατί ήταν στο άντρο των ληστών. Ο ένας μόνον τόλμησε να του πει πως η βασίλισσα είχε την αγάπη όλου του κόσμου και εκτός αυτού, είχε ένα πολύ ισχυρό στρατό που τον είχε αποδεχθεί και η Κωνσταντινούπολη και θα είναι πολύ δύσκολος αντίπαλος γι’ αυτόν. Ακόμη του είπε, ότι η Χαρτζάννα ήταν ένας άξιος «στρατιώτης» και στον πόλεμο, δεν μπορούσε κανείς να την ανταγωνισθεί και να μην την έβλεπε σαν μια αδύναμη γυναίκα.  

Ο Καρίμ που είχε γύρω του αρκετούς συντρόφους του, εκνευρίστηκε όταν ο βοσκός του είπε για την αξιοσύνη της βασίλισσας στη στρατιωτική τέχνη και τον πείραξε πολύ το ότι η Κωνσταντινούπολη υποστήριζε τη Χαρτζάννα. Ο Καρίμ σαν Άραβας, δεν μπορούσε να δεχθεί ότι μια χριστιανική αυτοκρατορία είχε ξεφτιλίσει τα στρατεύματα του προφήτη τους, και ότι είχε σχέση με το βυζάντιο τον εκνεύριζε πολύ. Η αντίδραση του, ήταν άμεση και χωρίς να πολυσκεφτεί έδωσε διαταγή να αποκεφαλίσουν το βοσκό που του είχε πει για τη Χαρτζάννα και να βάλουν το κεφάλι του σ’ ένα σακί, για να το πάει ο άλλος βοσκός, αντί για άλλη απάντηση, στη Χαρτζάννα.  
 
Ο δεύτερος βοσκός δεν μπορούσε να πιστέψει τη συμπεριφορά του αγροίκου Καρίμ στη λογική πρόταση της Χαρτζάννας. Χωρίς να πει τίποτα πήρε το σακί με το κεφάλι του συντρόφου του και ξεκίνησε να πάει στη βασίλισσα.

Η  Βασίλισσα, δέχτηκε με πολύ οργή το «δώρο» που της έστειλε ο Καρίμ και έδωσε εντολή στο Χατζηεμμανουήλ, ν’ αρχίσει ο πόλεμος, χωρίς εκνευρισμούς αλλά με ψυχραιμία και νηφαλιότητα. Σύμφωνα με το σχέδιο του τοποτηρητή, εστάλησαν κατάσκοποι που ήταν από τ’ ορεινά μέρη της Όχης και γνωρίζονταν με τους κατοίκους της βόριας πλευράς και σ’ ελάχιστο χρόνο εγκατέστησαν «κατασκόπους» από τους οποίους είχαν άμεση ενημέρωση για τις κινήσεις του Καρίμ. Οι κατάσκοποι αυτοί, πίστευαν ότι έκαναν θεάρεστο και πατριωτικό έργο γιατί, αφενός ήθελαν να απαλλαγούν από το ληστή Καρίμ  και αφετέρου ήθελαν την προστασία της βασίλισσας.

Ο άρχοντας Χατζηεμμανουήλ δεν ήθελε να κηρύξει ανοικτό πόλεμο στο ληστή, γιατί σαν παλιός ληστής και αυτός, ήξερε ότι δεν θα τον εύρισκε αντιμέτωπο σε ανοικτό πεδίο, μιας και συνηθισμένη τακτική των ληστών ήταν ο κλεφτοπόλεμος. Ένας κλεφτοπόλεμος που δεν συνέφερε καθόλου τον τακτικό στρατό του τοποτηρητή. 

Χώρισε το στρατό του σε δύο ομάδες. Στην πρώτη ομάδα έβαλε αρχηγό το Νικόλα και στη δεύτερη μπήκε αυτός αρχηγός. Σκέφτηκε ο Χατζηεμμανουήλ, ότι έπρεπε να στήσει παγίδα στο ληστή, σύμφωνα με το σχέδιο που φανταζόταν, ότι θα εφάρμοζε ο Καρίμ.
Με τη βοήθεια των κατάσκοπων που διέθετε, κυκλοφόρησε τη φήμη ότι ο στρατός του θα πήγαινε παραλιακά γύρω γύρω από το ακρωτήριο και θα πέρναγαν στη βόρεια πλευρά για να συναντήσουν το στρατό του Καρίμ. Η πληροφορία έλεγε ακόμη, ότι η επίθεση θα γινόταν κοντά στο φαράγγι του Δημοσάρη. Στη μάχη θα έπαιρνε μέρος ολόκληρος ο στρατός του Χατζηεμμανουήλ.

Ο Καρίμ πίστεψε την πληροφορία και θέλησε να επωφεληθεί της αδυναμίας προστασίας της νότιας πλευράς της Όχης, μιας και ο στρατός θα ήταν πολύ μακριά ταξιδεύοντας παραλιακά για να φτάσουν σ’ αυτόν.
Σκέφθηκε να εισβάλει στα βορειότερα σπίτια, της νότιας πλευράς και να ληστέψει όσο γίνεται περισσότερα. Όταν ο στρατός θα το μάθαινε, θα ήθελε περίπου δυο μέρες να γυρίσει πίσω και να επιτεθεί στον Καρίμ.

Το σχέδιο του Χατζηεμμανουήλ, προέβλεπε οι στρατιώτες του Νικόλα να ξεκινήσουν από το Κάστρο της Καρύστου προς την κορυφή της Όχης, χωρίς άλογα, να κρυφτούν όλη τη νύκτα γύρω από το δρακόσπιτο και από τα δύο περάσματα που υπήρχαν εκεί. Όλοι ήξεραν, ότι οι επιδρομές του Καρίμ γίνονταν πάντοτε νύκτα. Ο τοποτηρητής μετέφερε τους κατοίκους των βορινών σπιτιών στην πόλη της Καρύστου και τους φιλοξένησε στα σχολεία.

Στα σπίτια, μπήκε η δική του ομάδα και οι στρατιώτες του, ήταν με πλήρη εξάρτηση, ενώ η ομάδα του Νικόλα, ήταν κρυμμένη πιο ψηλά, κυρίως γύρω από περάσματα.
Το σχέδιο ήταν, η πρώτη ομάδα να αφήσει τους ληστές να περάσουν και όταν σιγούρευαν ότι κατευθύνονται για τα σπίτια να ειδοποιήσουν μ’ ένα αναμμένο δαυλό το Χατζηεμμανουήλ, ότι οι ληστές πλησιάζουν. Οι ληστές μόλις αιφνιδιάζονταν, από το στρατό που τους περίμεναν μέσα στα σπίτια, θα επιχειρούσαν να στραφούν σε φυγή και να οπισθοχωρήσουν προς την κορυφή της Όχης, για να γυρίσουν στη δική τους πλευρά. Στην επιστροφή, θα ήταν η μεγάλη έκπληξη που θα τους περίμενε η ομάδα του Νικόλα.

Το σχέδιο έδειχνε, ότι ήταν πραγματοποιήσιμο, μιας και το πονηρό μυαλό του Καρίμ, θα σκεφτόταν «ότι αφού κάνουμε το πλιάτσικο θα μπορέσουμε  να μπούμε στο κάστρο, μιας και όλος ο στρατός θα ταξίδευε στην παραλία και θα το καταλάβουμε εύκολα. Από εκεί και ύστερα θα έχουμε εμείς «το πάνω χέρι».

«Όταν ο στρατός θα επιστρέψει, τα δεδομένα θα είναι διαφορετικά, γιατί εμείς θα έχουμε το κάστρο και οι διαπραγματεύσεις μας θα είναι διαπραγματεύσεις νικητή».
Ο Χατζηεμμανουήλ, σκέφτηκε ακριβώς όπως θα σκεφτόταν ο Καρίμ μιας και οι δύο ήταν ληστές, μόνο που ο τοποτηρητής υπήρξε και αξιωματικός του βυζαντινού στρατού και γνώριζε καλύτερα, την τακτική και το σχεδιασμό ενός πολέμου από τον άξεστο πειρατή και νεόκοπο ληστή Καρίμ.

Πραγματικά, κατά τη μία η ώρα, τη νύκτα, φάνηκε από την κορυφή να φωτίζει, ένας αναμμένος δαυλός. Αυτό ήταν το σημάδι, ότι είχε περάσει η ομάδα του Καρίμ και κατηφόριζε για τα πρώτα σπίτια. Ο Νοράν και οι στρατιώτες του ετοιμάσθηκαν, χωρίς να κάνουν τον παραμικρό θόρυβο και είχαν γυμνά τα σπαθιά τους. Δεν πέρασε  πολύ ώρα, όταν οι ληστές είχαν πλησιάσει, στα σπίτια. Ο Χατζηεμμανουήλ είχε πει, στους δικούς του, ότι θα τους επιτεθούν, μόλις αυτός δώσει το σύνθημα.

Πραγματικά, σε λίγα λεπτά, ακούστηκε ο ήχος μιας σάλπιγγας και οι στρατιώτες του Χατζηεμμανουήλ  αιφνιδίασαν του ληστές. Έγινε πραγματική σφαγή και όσοι είχαν γλυτώσει ή δεν είχαν προλάβει να μπουν στα σπίτια, άρχισαν να οπισθοχωρούν και να τρέχουν προς την κορυφή του βουνού, για να περάσουν στη δική τους πλευρά.
Μόλις πλησίαζαν ακούστηκε και πάλι μια σάλπιγγα. Αυτή τη φορά, η σάλπιγγα ήταν από το Νικόλα, που έδινε το σύνθημα στους άνδρες του, να επιτεθούν στους ληστές που υποχωρούσαν.

Δεύτερος αιφνιδιασμός για τον Καρίμ που είχε χάσει περισσότερους από τους μισούς άνδρες του. Ο Νικόλας έπεσε με δύναμη επάνω στους ληστές, ενώ οι άνδρες του Χατζηεμμανουήλ, τους κυνηγούσαν από πίσω. Όσοι έμειναν ζωντανοί παραδόθηκαν στους άνδρες του τοποτηρητή  και του Νικόλα και δεν ήσαν πάνω από 15, ενώ γύρω στους 40 είχαν σκοτωθεί στη μάχη.

Ανάμεσα στους ζωντανούς ήταν και ο Καρίμ που είχε όμως ένα τραύμα στο δεξί του χέρι. Ο Χατζηεμμανουήλ έδωσε εντολή και έδεσαν με σχοινιά τους αιχμάλωτους τον ένα δίπλα στον άλλο και μόλις ο ήλιος έφεξε, είδε πόσοι από αυτούς ήταν τραυματίες, έλεγξε και τους δικούς του και είδε με χαρά, ότι δεν υπήρχε κανένας νεκρός παρά δυο μόνο ελαφρά τραυματισμένοι.

Συγκέντρωσε, σ’ ένα μέρος τους νεκρούς ληστές και έστειλε τελάληδες στη βορινή πλευρά και τους έλεγε:

«Όσοι έχουν συγγενείς στην ομάδα του Καρίμ, να έλθουν στο σημείο που είχε μαζέψει τους σκοτωμένους ληστές και αν τους αναγνωρίσουν, να τους πάρουν για να τους κηδέψουν». Αν δεν έλθουν μέχρι τη δύση του ήλιου, θα τους έθαβε όλους μαζί. Η ταφή, θα γίνονταν κανονικά σ’ ένα τάφο και ένας ιερέας από το κοντινό χωριό (σημερινό χωριό Μύλοι) θα τους έκανε ομαδική κηδεία.

Μόλις έφεξε η ημέρα, πέντε στρατιώτες του Νικόλα παρέμειναν κοντά στους νεκρούς και περίμεναν μήπως έλθουν οι συγγενείς των νεκρών να τους παραλάβουν. Οι υπόλοιποι, νικητές και νικημένοι, τραυματίες και γεροί, κατηφόριζαν προς το κάστρο της Καρύστου. Ο Καρίμ περπάταγε και αυτός δεμένος μαζί με τους δικούς του.

Όταν εμφανίστηκε μπροστά του ο Χατζηεμμανουήλ με τη στολή του βυζαντινού αξιωματικού, ο Καρίμ τον κοίταξε προσεκτικά και ενώ ο Νοράν δεν μιλούσε ακόμη, του είπε:

«Αφέντη είσαι από την Ήπειρο»;
Ο Χατζηεμμανουήλ και πάλι δεν του απάντησε, γιατί και αυτός είχε αναγνωρίσει τον Καρίμ σαν πειρατή που του πούλαγε σκλάβους, κυρίως κοπέλες.
 «Μα τον Αλλάχ μοιάζεις μ’ ένα ληστή από την Ήπειρο που συνεργαζόμουνα μαζί του, αλλά αυτός ήταν αγράμματος και άξεστος, ενώ εσύ είσαι αξιωματικός του Βυζαντινού στρατού, επομένως δεν μπορεί να είσαι εσύ».

Η συζήτηση τέλειωσε εκεί, χωρίς ο Νοράν να δώσει απάντηση στις εικασίες του Καρίμ. Φυσικά έκανε καλά, γιατί το Νοράν όλοι στην Κάρυστο, τον ήξεραν σαν άρχοντα  Μανόλη Χατζηεμμανουήλ, εκτός φυσικά από τη γυναίκα του και τα αδέλφια του. 
     
Όταν φτάσανε στο Κάστρο, εκεί τους περίμενε η βασίλισσα Χαρτζάννα, πάνω στο άλογο της και έμοιαζε σαν αρχαία θεά. Όλοι οι στρατιώτες της, υποκλίθηκαν μπροστά στη βασίλισσα τους και φώναζαν ρυθμικά το όνομα της. Η βασίλισσα, τους ευχαρίστησε όλους, για την επιτυχία τους και ιδιαίτερα το Χατζηεμμανουήλ  και το Νικόλα και ζήτησε να της φέρουν μπροστά της, τον Καρίμ.

Ο Καρίμ παρόλο που πόναγε από το τραύμα του, γονάτισε μπροστά στη βασίλισσα και της ζήτησε χάρη, για τους δικούς του άνδρες. Η παρουσία του Καρίμ έδειχνε ένα γενναίο πολεμιστή που δυστυχώς είχε διαλέξει την παρανομία. 
Η Χαρτζάννα υποσχέθηκε στον Καρίμ ότι, όλοι οι τραυματίες και ο ίδιος, θα μεταφερθούν αμέσως υπό τη φρούρηση των στρατιωτών της και  του Νικόλα, στο νοσοκομείο της Καρύστου, για να τους προσφερθούν οι πρώτες βοήθειες.
Όσοι γίνονταν καλά, θα τους έφερναν στις φυλακές του Κάστρου μέχρι να δικαστούν. Το δικαστήριο θα αποφάσιζε για την τύχη τους.

Η Χαρτζάννα μίλησε με τον πατέρα της και του είπε να δώσει στους στρατιώτες της που έλαβαν μέρος στη μάχη, από ένα καλό δώρο και να τους αφήσει δύο μέρες να ξεκουραστούν.
Όταν οι τελάληδες ανακοίνωσαν τα αποτελέσματα της μάχης στα βορινά χωριά του βουνού, έγινε πανικός. Οι γυναίκες που είχαν συγγενείς στο ασκέρι του Καρίμ, άρχισαν να κλαίνε και να χτυπιόνται, γιατί δεν είχε γυρίσει κανείς μέχρι εκείνη τη στιγμή πίσω και θεώρησαν ότι όλοι είχαν σκοτωθεί. Μέχρι το μεσημέρι της ίδιας μέρας, τα γαϊδουράκια από την αποκεί πλευρά άρχισαν να κατεβαίνουν προς το μέρος που τους οδηγούσαν οι στρατιώτες του Νικόλα.

Εντωμεταξύ η Βασίλισσα, αμέσως μετά το κάστρο, μαζί με δυο στρατιώτες έφυγαν καλπάζοντας προς το σημείο που είχαν συγκεντρωμένους τους νεκρούς από την ομάδα του Καρίμ. Όσοι από τους συγγενείς, αναγνώριζαν τον άνθρωπο τους, έκλαιγαν και μοιρολογούσαν για το χαμό του. Η βασίλισσα πεζή στεκόταν δίπλα τους και τους παρηγορούσε σαν να ήταν οι συγγενείς των δικών της στρατιωτών. Υποσχέθηκε δε στους συγγενείς, ότι θα τους βοηθήσει οικονομικά και θ’ αναλάβει την προστασία τους, από πειρατές και ξένους εισβολείς μιας και όλοι Καρυστινοί ήταν και δεν ήταν εχθροί και όλοι ανήκαν στην Κωνσταντινούπολη, τη βασιλίδα των πόλεων, του τότε γνωστού κόσμου, αρκεί να το ήθελαν και οι ίδιοι.

Παρόλη τη λύπη τους, οι άνθρωποι ζητωκράγαυσαν τη βασίλισσα και την παρακάλεσαν να ενταχθούν και αυτοί στο βασίλειο της. Τέλος είπε σ’ όσους δεν βρήκαν τους ανθρώπους τους ανάμεσα στους νεκρούς, ότι θα είναι στο κάστρο ή στο νοσοκομείο της Καρύστου. Αν ήθελαν μπορούσαν να κατέβουν πρώτα στο κάστρο και από εκεί στο νοσοκομείο. Τους είπε ακόμη, να μη φοβούνται γιατί από τους αιχμαλώτους, μετά τη δίκη που θα γίνει, δεν πρόκειται κανείς να θανατωθεί.       
Όσοι έβρισκαν τον άνθρωπό τους, φόρτωναν το σώμα του στο γαϊδούρι που είχαν και η βασίλισσα τους έδινε λίγα χρήματα για να μπορέσουν να αντιμετωπίσουν τα πρώτα τους έξοδα. Τους έλεγε ακόμα, ν’ αφήσουν το όνομα του χωριού του σκοτωμένου, στους στρατιώτες της και αυτή η ίδια θα πήγαινε να βρει την οικογένεια του για να της προσφέρει μια πιο μόνιμη βοήθεια.
  
Στο τέλος της ημέρας, είχαν ξεμείνει τέσσερις αζήτητοι νεκροί, που όπως είπαν οι συγγενείς των άλλων, αυτοί δεν είχαν συγγενείς, γιατί ήταν Μαυριτανοί πειρατές που ανήκαν  στην ομάδα του Καρίμ. Για αυτούς η Χαρτζάννα, έδωσε εντολή να τους θάψουνε σε κοινό τάφο. Για όσους ήξεραν το όνομα τους το έγραφαν σ’ ένα ξύλο και το κάρφωναν πάνω στον τάφο. Στους άλλους έβαζαν ένα ξύλο σκέτο.

Έτσι τέλειωσε αυτός ο «εμφύλιος πόλεμος», ανάμεσα στους Καρυστινούς των δύο πλευρών της Όχης. Ένας πόλεμος που εκτός από τους νεκρούς και τη δυστυχία που άφησε, είχε και τα καλά του, μιας και ήταν η αρχή για συνένωση όλης της περιοχής της Καρύστου.