Δευτέρα 30 Δεκεμβρίου 2013

Χαρτζάννα, η Βασίλισσα - Κεφάλαιο 9

Η βόρεια πλευρά της Όχης, είναι σαφώς πιο “άγρια” από τη νότια, όσον αφορά στην ακτογραμμή, που κτυπιέται αλύπητα από τα κύματα του Αιγαίου πελάγους που σηκώνει ο βοριάς, όταν πέφτει με δύναμη στο ακρωτήριο του Καφηρέα. Από την αρχαιότητα, στη πλευρά αυτή της νότιας Εύβοιας, γίνονταν πολλά ναυάγια και επειδή οι παραλίες εκεί είναι σχετικά βραχώδεις, τα καράβια που έπεφταν έξω, λόγω του βοριά, γινόντουσαν κομμάτια. Από τους επιβάτες και τα πληρώματα των πλοίων, ελάχιστοι κατάφερναν να βγαίνουν ζωντανοί στις ακτές. Οι άνθρωποι αυτοί, βρίσκονταν ξαφνικά σ’ ένα άγνωστο και αφιλόξενο μέρος που δε τους έδινε και μεγάλες ευκαιρίες για να εγκατασταθούν εκεί, έστω και προσωρινά.

Αν συνέβαινε, οι ναυαγοί, να είναι πειρατές που έχαναν το πλοίο τους, η ανάγκη επιβίωσης τους έκανε να στραφούν στις κλοπές και στις ληστείες εναντίον των μονίμων κατοίκων της περιοχής. Οι κάτοικοι των χωριών αυτών, δεν ήταν πλούσιοι και δεν είχαν περίσσευμα τροφών για να θρέψουν και τους ναυαγούς που μπορεί να ήταν πειρατές ή να ήταν απλοί ναυαγοί, που η πείνα τους ανάγκαζε να κλέβουν και να ληστεύουν για να επιζήσουν.

Μερικοί  από αυτούς, έβρισκαν τρόπο να επισκευάσουν τα σπασμένα πλοία τους και στην πρώτη καλοκαιρία να φύγουν για τον προορισμό που είχαν πριν ναυαγήσουν. Υπήρχαν όμως,  αρκετοί που προσπάθησαν να βρούνε την τύχη τους, στον τόπο που ναυάγησαν. Μοιραίο ήταν από το λόγο αυτό, να αυξηθεί ο παραβατισμός και η εγκληματικότητα.
Η ανάμειξη των κατοίκων με τους ναυαγούς, οδήγησε στη δημιουργία ληστρικών ομάδων που άρχισαν να βλέπουν σαν πιθανά θύματα τους, τους κατοίκους της νότιας πλευράς της Όχης. Είχαν τις πληροφορίες τους, ότι η πλευρά αυτή, είχε αρκετό πλούτο, πολύ περισσότερο από την αντίστοιχη βορινή και φυσικά έδινε ευκαιρίες για ληστείες.

Έτσι άρχισαν να δημιουργούνται σιγά σιγά συστηματικές ομάδες ληστών που έμπαιναν στη νότια περιοχή και κυρίως σε σπίτια που ήταν στα όρια της νότιας περιοχής για να κλέψουν και να σκοτώσουν τους κατοίκους και να πάρουν ότι πολύτιμο είχαν. Οι ομάδες αυτές, άρχισαν να συσπειρώνονται και έφτασε τελικά, να υπάρχει ένας παράνομος μικρός στρατός ληστών, που είχε γίνει πρόβλημα και για τα  σπίτια της νότιας πλευράς. Αρχηγός της πιο σημαντικής παράνομης ομάδας ήταν ένας Μαυριτανός πειρατής ο Καρίμ.

Ο Καρίμ είχε το θράσος, να απαιτήσει από τη βασίλισσα Χαρτζάννα και από τον τοποτηρητή του Βυζαντινού κράτους, να του δίνουν συστηματικά, χρήματα και τρόφιμα για να σταματήσει τις επιδρομές. Με άλλα λόγια ο Καρίμ ήθελε να κάνει «προστασία» στους κατοίκους της νότιας Όχης. 

Η Χαρτζάννα και ο άρχοντας Μανόλης έγιναν έξαλλοι με την απαίτηση  του Καρίμ και αποφάσισαν να τελειώνουν μια και καλή μ’ αυτόν. Κάλεσαν έκτακτο υπουργικό συμβούλιο, ενώπιον της βασίλισσας και αφού συζήτησαν το θέμα με πολύ προσοχή, πήραν ομόφωνη απόφαση να εξαφανίσουν τον Καρίμ και την ομάδα του. Η απόφαση λοιπόν ήταν πόλεμος!

Η Χαρτζάννα, είπε στο Χατζηεμμανουήλ να συντάξει στρατιωτικό σχέδιο, που η νίκη τους, να είναι όσο γίνεται, ανώδυνη και χωρίς θύματα, γιατί όλοι ήταν Καρυστινοί και η Χαρτζάννα δεν ήθελε αυτόν, τον εμφύλιο σκοτωμό. Ο Χατζηεμμανουήλ σχεδίασε δύο ομάδες στρατιωτών που θα πλευροκόπαγαν το στρατό του Καρίμ. Στη μια αρχηγός ήταν ο ίδιος και στην άλλη ο Νικόλας.

Η Χαρτζάννα πριν αρχίσει ο πόλεμος, έστειλε δυο απεσταλμένους της στον Καρίμ. Αυτοί ήταν βοσκοί που βοσκούσαν τα κατσίκια τους, κοντά στην κορυφή της Όχης και γνώριζαν καλά το μέρος. Τους είπε να πάνε να βρουν τον Καρίμ και να του ζητήσουν να συναντήσει τη βασίλισσα Χαρτζάννα, μήπως μπορέσει να τους δώσει μια λογική λύση, για να αποφευχθεί η αιματοχυσία. Η πρόταση της βασίλισσας ήταν λογική και ανθρώπινη.

Ο Καρίμ όταν τον βρήκαν οι δύο βοσκοί, γέλασε με την πρόταση που του μετέφεραν και άρχισε να βρίζει χυδαία τη βασίλισσα. Οι βοσκοί δεν έφεραν αντίρρηση στον Καρίμ, δεν μπορούσαν άλλωστε γιατί ήταν στο άντρο των ληστών. Ο ένας μόνον τόλμησε να του πει πως η βασίλισσα είχε την αγάπη όλου του κόσμου και εκτός αυτού, είχε ένα πολύ ισχυρό στρατό που τον είχε αποδεχθεί και η Κωνσταντινούπολη και θα είναι πολύ δύσκολος αντίπαλος γι’ αυτόν. Ακόμη του είπε, ότι η Χαρτζάννα ήταν ένας άξιος «στρατιώτης» και στον πόλεμο, δεν μπορούσε κανείς να την ανταγωνισθεί και να μην την έβλεπε σαν μια αδύναμη γυναίκα.  

Ο Καρίμ που είχε γύρω του αρκετούς συντρόφους του, εκνευρίστηκε όταν ο βοσκός του είπε για την αξιοσύνη της βασίλισσας στη στρατιωτική τέχνη και τον πείραξε πολύ το ότι η Κωνσταντινούπολη υποστήριζε τη Χαρτζάννα. Ο Καρίμ σαν Άραβας, δεν μπορούσε να δεχθεί ότι μια χριστιανική αυτοκρατορία είχε ξεφτιλίσει τα στρατεύματα του προφήτη τους, και ότι είχε σχέση με το βυζάντιο τον εκνεύριζε πολύ. Η αντίδραση του, ήταν άμεση και χωρίς να πολυσκεφτεί έδωσε διαταγή να αποκεφαλίσουν το βοσκό που του είχε πει για τη Χαρτζάννα και να βάλουν το κεφάλι του σ’ ένα σακί, για να το πάει ο άλλος βοσκός, αντί για άλλη απάντηση, στη Χαρτζάννα.  
 
Ο δεύτερος βοσκός δεν μπορούσε να πιστέψει τη συμπεριφορά του αγροίκου Καρίμ στη λογική πρόταση της Χαρτζάννας. Χωρίς να πει τίποτα πήρε το σακί με το κεφάλι του συντρόφου του και ξεκίνησε να πάει στη βασίλισσα.

Η  Βασίλισσα, δέχτηκε με πολύ οργή το «δώρο» που της έστειλε ο Καρίμ και έδωσε εντολή στο Χατζηεμμανουήλ, ν’ αρχίσει ο πόλεμος, χωρίς εκνευρισμούς αλλά με ψυχραιμία και νηφαλιότητα. Σύμφωνα με το σχέδιο του τοποτηρητή, εστάλησαν κατάσκοποι που ήταν από τ’ ορεινά μέρη της Όχης και γνωρίζονταν με τους κατοίκους της βόριας πλευράς και σ’ ελάχιστο χρόνο εγκατέστησαν «κατασκόπους» από τους οποίους είχαν άμεση ενημέρωση για τις κινήσεις του Καρίμ. Οι κατάσκοποι αυτοί, πίστευαν ότι έκαναν θεάρεστο και πατριωτικό έργο γιατί, αφενός ήθελαν να απαλλαγούν από το ληστή Καρίμ  και αφετέρου ήθελαν την προστασία της βασίλισσας.

Ο άρχοντας Χατζηεμμανουήλ δεν ήθελε να κηρύξει ανοικτό πόλεμο στο ληστή, γιατί σαν παλιός ληστής και αυτός, ήξερε ότι δεν θα τον εύρισκε αντιμέτωπο σε ανοικτό πεδίο, μιας και συνηθισμένη τακτική των ληστών ήταν ο κλεφτοπόλεμος. Ένας κλεφτοπόλεμος που δεν συνέφερε καθόλου τον τακτικό στρατό του τοποτηρητή. 

Χώρισε το στρατό του σε δύο ομάδες. Στην πρώτη ομάδα έβαλε αρχηγό το Νικόλα και στη δεύτερη μπήκε αυτός αρχηγός. Σκέφτηκε ο Χατζηεμμανουήλ, ότι έπρεπε να στήσει παγίδα στο ληστή, σύμφωνα με το σχέδιο που φανταζόταν, ότι θα εφάρμοζε ο Καρίμ.
Με τη βοήθεια των κατάσκοπων που διέθετε, κυκλοφόρησε τη φήμη ότι ο στρατός του θα πήγαινε παραλιακά γύρω γύρω από το ακρωτήριο και θα πέρναγαν στη βόρεια πλευρά για να συναντήσουν το στρατό του Καρίμ. Η πληροφορία έλεγε ακόμη, ότι η επίθεση θα γινόταν κοντά στο φαράγγι του Δημοσάρη. Στη μάχη θα έπαιρνε μέρος ολόκληρος ο στρατός του Χατζηεμμανουήλ.

Ο Καρίμ πίστεψε την πληροφορία και θέλησε να επωφεληθεί της αδυναμίας προστασίας της νότιας πλευράς της Όχης, μιας και ο στρατός θα ήταν πολύ μακριά ταξιδεύοντας παραλιακά για να φτάσουν σ’ αυτόν.
Σκέφθηκε να εισβάλει στα βορειότερα σπίτια, της νότιας πλευράς και να ληστέψει όσο γίνεται περισσότερα. Όταν ο στρατός θα το μάθαινε, θα ήθελε περίπου δυο μέρες να γυρίσει πίσω και να επιτεθεί στον Καρίμ.

Το σχέδιο του Χατζηεμμανουήλ, προέβλεπε οι στρατιώτες του Νικόλα να ξεκινήσουν από το Κάστρο της Καρύστου προς την κορυφή της Όχης, χωρίς άλογα, να κρυφτούν όλη τη νύκτα γύρω από το δρακόσπιτο και από τα δύο περάσματα που υπήρχαν εκεί. Όλοι ήξεραν, ότι οι επιδρομές του Καρίμ γίνονταν πάντοτε νύκτα. Ο τοποτηρητής μετέφερε τους κατοίκους των βορινών σπιτιών στην πόλη της Καρύστου και τους φιλοξένησε στα σχολεία.

Στα σπίτια, μπήκε η δική του ομάδα και οι στρατιώτες του, ήταν με πλήρη εξάρτηση, ενώ η ομάδα του Νικόλα, ήταν κρυμμένη πιο ψηλά, κυρίως γύρω από περάσματα.
Το σχέδιο ήταν, η πρώτη ομάδα να αφήσει τους ληστές να περάσουν και όταν σιγούρευαν ότι κατευθύνονται για τα σπίτια να ειδοποιήσουν μ’ ένα αναμμένο δαυλό το Χατζηεμμανουήλ, ότι οι ληστές πλησιάζουν. Οι ληστές μόλις αιφνιδιάζονταν, από το στρατό που τους περίμεναν μέσα στα σπίτια, θα επιχειρούσαν να στραφούν σε φυγή και να οπισθοχωρήσουν προς την κορυφή της Όχης, για να γυρίσουν στη δική τους πλευρά. Στην επιστροφή, θα ήταν η μεγάλη έκπληξη που θα τους περίμενε η ομάδα του Νικόλα.

Το σχέδιο έδειχνε, ότι ήταν πραγματοποιήσιμο, μιας και το πονηρό μυαλό του Καρίμ, θα σκεφτόταν «ότι αφού κάνουμε το πλιάτσικο θα μπορέσουμε  να μπούμε στο κάστρο, μιας και όλος ο στρατός θα ταξίδευε στην παραλία και θα το καταλάβουμε εύκολα. Από εκεί και ύστερα θα έχουμε εμείς «το πάνω χέρι».

«Όταν ο στρατός θα επιστρέψει, τα δεδομένα θα είναι διαφορετικά, γιατί εμείς θα έχουμε το κάστρο και οι διαπραγματεύσεις μας θα είναι διαπραγματεύσεις νικητή».
Ο Χατζηεμμανουήλ, σκέφτηκε ακριβώς όπως θα σκεφτόταν ο Καρίμ μιας και οι δύο ήταν ληστές, μόνο που ο τοποτηρητής υπήρξε και αξιωματικός του βυζαντινού στρατού και γνώριζε καλύτερα, την τακτική και το σχεδιασμό ενός πολέμου από τον άξεστο πειρατή και νεόκοπο ληστή Καρίμ.

Πραγματικά, κατά τη μία η ώρα, τη νύκτα, φάνηκε από την κορυφή να φωτίζει, ένας αναμμένος δαυλός. Αυτό ήταν το σημάδι, ότι είχε περάσει η ομάδα του Καρίμ και κατηφόριζε για τα πρώτα σπίτια. Ο Νοράν και οι στρατιώτες του ετοιμάσθηκαν, χωρίς να κάνουν τον παραμικρό θόρυβο και είχαν γυμνά τα σπαθιά τους. Δεν πέρασε  πολύ ώρα, όταν οι ληστές είχαν πλησιάσει, στα σπίτια. Ο Χατζηεμμανουήλ είχε πει, στους δικούς του, ότι θα τους επιτεθούν, μόλις αυτός δώσει το σύνθημα.

Πραγματικά, σε λίγα λεπτά, ακούστηκε ο ήχος μιας σάλπιγγας και οι στρατιώτες του Χατζηεμμανουήλ  αιφνιδίασαν του ληστές. Έγινε πραγματική σφαγή και όσοι είχαν γλυτώσει ή δεν είχαν προλάβει να μπουν στα σπίτια, άρχισαν να οπισθοχωρούν και να τρέχουν προς την κορυφή του βουνού, για να περάσουν στη δική τους πλευρά.
Μόλις πλησίαζαν ακούστηκε και πάλι μια σάλπιγγα. Αυτή τη φορά, η σάλπιγγα ήταν από το Νικόλα, που έδινε το σύνθημα στους άνδρες του, να επιτεθούν στους ληστές που υποχωρούσαν.

Δεύτερος αιφνιδιασμός για τον Καρίμ που είχε χάσει περισσότερους από τους μισούς άνδρες του. Ο Νικόλας έπεσε με δύναμη επάνω στους ληστές, ενώ οι άνδρες του Χατζηεμμανουήλ, τους κυνηγούσαν από πίσω. Όσοι έμειναν ζωντανοί παραδόθηκαν στους άνδρες του τοποτηρητή  και του Νικόλα και δεν ήσαν πάνω από 15, ενώ γύρω στους 40 είχαν σκοτωθεί στη μάχη.

Ανάμεσα στους ζωντανούς ήταν και ο Καρίμ που είχε όμως ένα τραύμα στο δεξί του χέρι. Ο Χατζηεμμανουήλ έδωσε εντολή και έδεσαν με σχοινιά τους αιχμάλωτους τον ένα δίπλα στον άλλο και μόλις ο ήλιος έφεξε, είδε πόσοι από αυτούς ήταν τραυματίες, έλεγξε και τους δικούς του και είδε με χαρά, ότι δεν υπήρχε κανένας νεκρός παρά δυο μόνο ελαφρά τραυματισμένοι.

Συγκέντρωσε, σ’ ένα μέρος τους νεκρούς ληστές και έστειλε τελάληδες στη βορινή πλευρά και τους έλεγε:

«Όσοι έχουν συγγενείς στην ομάδα του Καρίμ, να έλθουν στο σημείο που είχε μαζέψει τους σκοτωμένους ληστές και αν τους αναγνωρίσουν, να τους πάρουν για να τους κηδέψουν». Αν δεν έλθουν μέχρι τη δύση του ήλιου, θα τους έθαβε όλους μαζί. Η ταφή, θα γίνονταν κανονικά σ’ ένα τάφο και ένας ιερέας από το κοντινό χωριό (σημερινό χωριό Μύλοι) θα τους έκανε ομαδική κηδεία.

Μόλις έφεξε η ημέρα, πέντε στρατιώτες του Νικόλα παρέμειναν κοντά στους νεκρούς και περίμεναν μήπως έλθουν οι συγγενείς των νεκρών να τους παραλάβουν. Οι υπόλοιποι, νικητές και νικημένοι, τραυματίες και γεροί, κατηφόριζαν προς το κάστρο της Καρύστου. Ο Καρίμ περπάταγε και αυτός δεμένος μαζί με τους δικούς του.

Όταν εμφανίστηκε μπροστά του ο Χατζηεμμανουήλ με τη στολή του βυζαντινού αξιωματικού, ο Καρίμ τον κοίταξε προσεκτικά και ενώ ο Νοράν δεν μιλούσε ακόμη, του είπε:

«Αφέντη είσαι από την Ήπειρο»;
Ο Χατζηεμμανουήλ και πάλι δεν του απάντησε, γιατί και αυτός είχε αναγνωρίσει τον Καρίμ σαν πειρατή που του πούλαγε σκλάβους, κυρίως κοπέλες.
 «Μα τον Αλλάχ μοιάζεις μ’ ένα ληστή από την Ήπειρο που συνεργαζόμουνα μαζί του, αλλά αυτός ήταν αγράμματος και άξεστος, ενώ εσύ είσαι αξιωματικός του Βυζαντινού στρατού, επομένως δεν μπορεί να είσαι εσύ».

Η συζήτηση τέλειωσε εκεί, χωρίς ο Νοράν να δώσει απάντηση στις εικασίες του Καρίμ. Φυσικά έκανε καλά, γιατί το Νοράν όλοι στην Κάρυστο, τον ήξεραν σαν άρχοντα  Μανόλη Χατζηεμμανουήλ, εκτός φυσικά από τη γυναίκα του και τα αδέλφια του. 
     
Όταν φτάσανε στο Κάστρο, εκεί τους περίμενε η βασίλισσα Χαρτζάννα, πάνω στο άλογο της και έμοιαζε σαν αρχαία θεά. Όλοι οι στρατιώτες της, υποκλίθηκαν μπροστά στη βασίλισσα τους και φώναζαν ρυθμικά το όνομα της. Η βασίλισσα, τους ευχαρίστησε όλους, για την επιτυχία τους και ιδιαίτερα το Χατζηεμμανουήλ  και το Νικόλα και ζήτησε να της φέρουν μπροστά της, τον Καρίμ.

Ο Καρίμ παρόλο που πόναγε από το τραύμα του, γονάτισε μπροστά στη βασίλισσα και της ζήτησε χάρη, για τους δικούς του άνδρες. Η παρουσία του Καρίμ έδειχνε ένα γενναίο πολεμιστή που δυστυχώς είχε διαλέξει την παρανομία. 
Η Χαρτζάννα υποσχέθηκε στον Καρίμ ότι, όλοι οι τραυματίες και ο ίδιος, θα μεταφερθούν αμέσως υπό τη φρούρηση των στρατιωτών της και  του Νικόλα, στο νοσοκομείο της Καρύστου, για να τους προσφερθούν οι πρώτες βοήθειες.
Όσοι γίνονταν καλά, θα τους έφερναν στις φυλακές του Κάστρου μέχρι να δικαστούν. Το δικαστήριο θα αποφάσιζε για την τύχη τους.

Η Χαρτζάννα μίλησε με τον πατέρα της και του είπε να δώσει στους στρατιώτες της που έλαβαν μέρος στη μάχη, από ένα καλό δώρο και να τους αφήσει δύο μέρες να ξεκουραστούν.
Όταν οι τελάληδες ανακοίνωσαν τα αποτελέσματα της μάχης στα βορινά χωριά του βουνού, έγινε πανικός. Οι γυναίκες που είχαν συγγενείς στο ασκέρι του Καρίμ, άρχισαν να κλαίνε και να χτυπιόνται, γιατί δεν είχε γυρίσει κανείς μέχρι εκείνη τη στιγμή πίσω και θεώρησαν ότι όλοι είχαν σκοτωθεί. Μέχρι το μεσημέρι της ίδιας μέρας, τα γαϊδουράκια από την αποκεί πλευρά άρχισαν να κατεβαίνουν προς το μέρος που τους οδηγούσαν οι στρατιώτες του Νικόλα.

Εντωμεταξύ η Βασίλισσα, αμέσως μετά το κάστρο, μαζί με δυο στρατιώτες έφυγαν καλπάζοντας προς το σημείο που είχαν συγκεντρωμένους τους νεκρούς από την ομάδα του Καρίμ. Όσοι από τους συγγενείς, αναγνώριζαν τον άνθρωπο τους, έκλαιγαν και μοιρολογούσαν για το χαμό του. Η βασίλισσα πεζή στεκόταν δίπλα τους και τους παρηγορούσε σαν να ήταν οι συγγενείς των δικών της στρατιωτών. Υποσχέθηκε δε στους συγγενείς, ότι θα τους βοηθήσει οικονομικά και θ’ αναλάβει την προστασία τους, από πειρατές και ξένους εισβολείς μιας και όλοι Καρυστινοί ήταν και δεν ήταν εχθροί και όλοι ανήκαν στην Κωνσταντινούπολη, τη βασιλίδα των πόλεων, του τότε γνωστού κόσμου, αρκεί να το ήθελαν και οι ίδιοι.

Παρόλη τη λύπη τους, οι άνθρωποι ζητωκράγαυσαν τη βασίλισσα και την παρακάλεσαν να ενταχθούν και αυτοί στο βασίλειο της. Τέλος είπε σ’ όσους δεν βρήκαν τους ανθρώπους τους ανάμεσα στους νεκρούς, ότι θα είναι στο κάστρο ή στο νοσοκομείο της Καρύστου. Αν ήθελαν μπορούσαν να κατέβουν πρώτα στο κάστρο και από εκεί στο νοσοκομείο. Τους είπε ακόμη, να μη φοβούνται γιατί από τους αιχμαλώτους, μετά τη δίκη που θα γίνει, δεν πρόκειται κανείς να θανατωθεί.       
Όσοι έβρισκαν τον άνθρωπό τους, φόρτωναν το σώμα του στο γαϊδούρι που είχαν και η βασίλισσα τους έδινε λίγα χρήματα για να μπορέσουν να αντιμετωπίσουν τα πρώτα τους έξοδα. Τους έλεγε ακόμα, ν’ αφήσουν το όνομα του χωριού του σκοτωμένου, στους στρατιώτες της και αυτή η ίδια θα πήγαινε να βρει την οικογένεια του για να της προσφέρει μια πιο μόνιμη βοήθεια.
  
Στο τέλος της ημέρας, είχαν ξεμείνει τέσσερις αζήτητοι νεκροί, που όπως είπαν οι συγγενείς των άλλων, αυτοί δεν είχαν συγγενείς, γιατί ήταν Μαυριτανοί πειρατές που ανήκαν  στην ομάδα του Καρίμ. Για αυτούς η Χαρτζάννα, έδωσε εντολή να τους θάψουνε σε κοινό τάφο. Για όσους ήξεραν το όνομα τους το έγραφαν σ’ ένα ξύλο και το κάρφωναν πάνω στον τάφο. Στους άλλους έβαζαν ένα ξύλο σκέτο.

Έτσι τέλειωσε αυτός ο «εμφύλιος πόλεμος», ανάμεσα στους Καρυστινούς των δύο πλευρών της Όχης. Ένας πόλεμος που εκτός από τους νεκρούς και τη δυστυχία που άφησε, είχε και τα καλά του, μιας και ήταν η αρχή για συνένωση όλης της περιοχής της Καρύστου.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου