Τετάρτη 27 Μαρτίου 2013

Χαρτζάννα, η Βασίλισσα - Κεφάλαιο 1

Βρισκόμαστε στις αρχές του 1000 μ.Χ. και αυτοκράτορας του Βυζαντίου ήταν ο Βασίλειος ο Β’ ο αποκληθείς Βουλγαροκτόνος, που βασίλευσε από 976 έως το 1025.

Ο Βασίλειος ο Β! ήταν ο πιο σημαντικός αυτοκράτορας της λεγομένης Μακεδονικής Δυναστείας η οποία άρχισε το 867 με αυτοκράτορα το Βασίλειο τον Α! και ολοκληρώθηκε το 1057 με την απομάκρυνση από το θρόνο του Μιχαήλ του ΣΤ’ του γνωστού ως Γέροντος, ο οποίος αναγκάσθηκε να πάει σε μοναστήρι, αφήνοντας το θρόνο στον Ισάακιο Κομνηνό.     

Το Βυζάντιο με αυτοκράτορα το Βασίλειο το Β’ είχε ένδοξες ημέρες, μετά όμως από αυτόν, άρχισε να συρρικνώνεται από τις δυτικές κτήσεις του, ενώ ο Αραβικός κίνδυνος ήταν πια μια πραγματικότητα, διότι  από  το 717  επί αυτοκράτορος Λέοντος του Γ’, οι Άραβες πολιόρκησαν την Κωνσταντινούπολη, αλλά ο αυτοκράτορας κατόρθωσε να τους απωθήσει, εντούτοις είχαν πάντα στόχο τους τη Βασιλεύουσα.

Αλλά δεν ήταν μόνο οι Άραβες, «ενοχλήσεις» δημιουργούσαν και οι Ρώσοι, Σέρβοι και κυρίως οι Βούλγαροι, ακόμη οι Πέρσες προκαλούσαν στις ανατολικές περιοχές της αυτοκρατορίας και ήδη είχαν κάνει αισθητή την παρουσία τους στην Μικρά Ασία, οι Σελτζούκοι Τούρκοι.  

Η κατάσταση στο Βυζάντιο την εποχή αυτή, δεν ήταν όπως τη Χρυσή περίοδο του Ιουστινιανού, εντούτοις η Κωνσταντινούπολη εξακολουθούσε ακόμη να είναι μια λαμπρή πόλη, που είχε τελείως εξελληνιστεί και αποτελούσε το κέντρο του πνεύματος και των τεχνών της εποχής.

Γενικά η Βυζαντινή Αυτοκρατορία ήταν Απόλυτη Μοναρχία που όμως ελάχιστοι αυτοκράτορες είχαν φυσικούς διαδόχους. Οι περισσότεροι γίνονταν αυτοκράτορες, αφού σκότωναν τον προηγούμενο αυτοκράτορα ή τον ανάγκαζαν να παραιτηθεί ή να κλεισθεί σε μοναστήρι. Αυτοκράτορας μπορούσε να γίνει όποιος είχε δύναμη και το στρατό μαζί του. Οι αναφερόμενες δυναστείες ήταν λίγο πολύ τυπικές.

Η «ιστορία» που θα αφηγηθούμε στο παρόν, έγινε όταν βασίλευε η  Μακεδονική Δυναστεία. Την εποχή αυτή, διοικητής (δεσπότης) της Ηπείρου ήταν ο Μανουήλ ή  Μιχαήλ της οικογενείας των Κομνηνών. Η οικογένεια των Κομνηνών, κατάγεται από την Κασταμονή του Πόντου που ήταν μεταξύ Τραπεζούντας και Σεβάστειας. Το όνομα τους όμως προέρχεται από τη μικρή πόλη     Κόμνη που βρίσκεται κοντά στην Ανδιανούπολη, όπου είχαν μετοικήσει. Οι Κομνηνοί είχε απλωθεί σε πολλά μέρη της αυτοκρατορίας, ένα από αυτά ήταν και η Ήπειρος. Η οικογένεια των Κομνηνών, έμελλε να θωρηθεί τα μετέπειτα χρόνια, η σημαντικότερη οικογένεια του Βυζαντίου.

Ο Μιχαήλ είχε στην υπηρεσία του, μια πολύ όμορφη υπηρέτρια, την Χάρη ή Χαρούλα, όπως συνήθιζαν να τη λένε. Ο Μιχαήλ ερωτεύθηκε παραφορά τη Χαρούλα και καρπός του έρωτα τους, ήταν ένα πανέμορφο κοριτσάκι. Η Χαρούλα δυστυχώς πέθανε, λίγο μετά τον τοκετό και το κοριτσάκι το ανέλαβε, με τη συγκατάνευση  και του δεσπότη, η στενή φίλη της, η Ελένη.

Ο Μιχαήλ εξασφάλισε μια άνετη ζωή στην Ελένη για να μεγαλώσει την κόρη του και ο ίδιος έδωσε διπλό όνομα στο κοριτσάκι Χάρις - Άννα από το όνομα της μητέρας της και το όνομα της δικής του μητέρας Άννας. Ο ίδιος ο Μιχαήλ την αποκάλεσε Χαριζάννα και αργότερα η Ελένη και το περιβάλλον που την ανέλαβε, την αποκαλούσαν Χαρζάννα ή Χαρτζάννα. Άλλος μύθος λέει ότι το όνομα της, το πήρε από τον πατέρα της, από  τις λέξεις «Χάριν της Άννας (της μητέρας του)».

Ο Μιχαήλ προσπάθησε να διασφαλίσει, ότι καλύτερο, για το κοριτσάκι του, που ήταν καρπός του έρωτα του με την πανέμορφη Χαρούλα. Η Ελένη και το κοριτσάκι εγκαταστάθηκαν σ’ ένα μεγάλο σπίτι στην εξοχή και ο Μιχαήλ τους εξασφάλισε υπηρετικό προσωπικό από δυο υπηρέτριες και δύο άνδρες φρουρούς, τον Κωνσταντή και το Σέργιο. Ο άρχοντας Μιχαήλ φρόντιζε, να μη λείπει τίποτα από τη Χαρτζάννα.

Η Ελένη που, ήταν και αυτή μια αρκετά όμορφη γυναίκα και άνθρωπος της θρησκείας, μεγάλωνε τη Χαρτζάννα σ’ ένα άριστο περιβάλλον. Ο  ένας από του φρουρούς ο Κωνσταντής αγάπησε την Ελένη και τη ζήτησε σε γάμο. Η Ελένη δεν έμεινε αδιάφορη, στην αγάπη του Κωνσταντή και αφού ζήτησε την άδεια του Μιχαήλ, τον παντρεύτηκε και υιοθέτησαν το κοριτσάκι. Ο Σέργιος όμως, αγαπούσε κι αυτός την Ελένη και το πήρε πολύ άσχημα,  που δεν τον προτίμησε αυτόν για άνδρα της και αποφάσισε να εκδικηθεί.

Την εποχή αυτή, υπήρχε στην περιοχή ένας φοβερός ληστής ο Νοράν που ήταν από πατέρα Έλληνα και μητέρα από την Ιλλυρία (σημερινή Αλβανία) και είχε υπηρετήσει στο βυζαντινό στρατό, σαν αξιωματικός και διακρινόταν για τις στρατιωτικές αρετές του. Ο Νοράν έφυγε από το στρατό, πριν ολοκληρώσει τη θητεία του, γιατί τον κατηγόρησαν ότι ανακατεύθηκε σε μια κλοπή στρατιωτικού υλικού, που πουλήθηκε σε  Ιλλυριούς. Για να μη συλληφθεί, εγκατέλειψε το στρατό και την καριέρα του και βγήκε στην παρανομία.

Ήταν ονομαστός ληστής και αποτελούσε πρόβλημα για τις αστυνομικές αρχές, που δεν μπορούσαν να τον συλλάβουν, γιατί τον προστάτευαν  ή τον έκρυβαν, οι φτωχοί κάτοικοι της περιοχής, επειδή πολλές φορές τους είχε βοηθήσει οικονομικά. Στην πραγματικότητα δηλαδή, ήταν ένας «Ρομπέν των Δασών» για την Ήπειρο. Ο ίδιος ήταν Χριστιανός αλλά  δεν τον ενοχλούσε να τα έχει καλά και με τους Ιλλυριούς, με άλλα λόγια, όπου τον συνέφερε ήταν χριστιανός και όπου δεν τον συνέφερε, ήταν οτιδήποτε άλλο.

Ο υπηρέτης Σέργιος κατάφερε να έλθει σε επαφή με το Νοράν και του έκανε την πρόταση να ληστέψουνε το σπίτι της Ελένης και να σκοτώσουν τον Κωνσταντή. Ο Σέργιος για τον εαυτό του ζήτησε να του δώσει την Ελένη και το 1/3 από το χρυσάφι και τα κοσμήματα που είχε το σπίτι. Όσον αφορά στο Νοράν, αυτός μπορούσε να κρατήσει τα 2/3 από ότι πολύτιμο έβρισκε και να πάρει σκλάβες τις δυο υπηρέτριες για να τις πουλήσει στους πειρατές, με τους οποίους είχε σχέσεις ο Νοράν. Για το κοριτσάκι, μπορούσε να αποφασίσει ο ίδιος, αν θα το σκότωνε ή θα το πούλαγε σε άκληρη οικογένεια.

Ο Σέργιος θεωρούσε όμως απαραίτητο, να μη μάθει ποτέ κανείς ότι σ’ αυτή τη ληστεία, ήταν αναμειγμένος και αυτός και ιδιαίτερα η Ελένη στην οποία ήθελε να φανεί σαν προστάτης. Ο Σέργιος θέλοντας να ρίξει στάχτη, στα μάτια του Κωνσταντή και της Ελένης, έλεγε ότι ήταν ερωτευμένος με τη Ροδιά τη μια από τις υπηρέτριες, για να μη φαίνεται το πάθος του, για την Ελένη. Υπάκουε όμως στον Κωνσταντή και τον αναγνώριζε σαν ανώτερο του.

Ο Νοράν βρήκε την πρόταση, σχετικά καλή και αποφάσισε να την πραγματοποιήσει. Ήταν Κυριακή, η Ελένη με τον Κωνσταντή τη μικρή Χαρτζάννα και τη μια υπηρέτρια, πήγαν στην Εκκλησία. Ο Σέργιος με τη Ροδιά έμειναν σπίτι. Ο Σέργιος είχε ειδοποιήσει κρυφά το Νοράν, για τη διαδρομή της άμαξας που θα τους πήγαινε στην εκκλησία. Την άμαξα οδηγούσε ο Κωνσταντής  ενώ στην καρότσα της άμαξας, βρίσκονταν μόνον οι γυναίκες. Ο Νοράν γνώριζε πολύ καλά τη διαδρομή, και είχε στήσει ενέδρα μ’ έναν  άνδρα ακόμη, σ’ ένα απόμερο σημείο και περίμενε την άμαξα. Όταν η άμαξα έφτασε στο σημείο, που ήταν κρυμμένοι οι ληστές, ο Νοράν και ο σύντροφος του, τους αιφνιδίασαν και σκότωσαν τον Κωνσταντή και τον πέταξαν σε μια χαράδρα. Ο σύντροφος του, κάθισε στη θέση του αμαξηλάτη και αυτός κάθισε μέσα στην καρότσα με τις γυναίκες, αφού έδεσε τα άλογα, το δικό του και του συντρόφου του, στο πίσω μέρος της άμαξας.

Οι γυναίκες ήταν ανάστατες και ιδιαίτερα η Ελένη που είδε να σκοτώνουν τον άνδρα της μπροστά στα μάτια της. Έκλαιγε με αναφιλητά και κρατούσε σφικτά στην αγκαλιά της, τη Χαρτζάννα. Ο Νοράν τους είπε να μη ανησυχούν και δεν θα τις πειράξει. Του έκανε όμως εντύπωση η ομορφιά της Ελένης και άρχισαν να περνούν από το μυαλό του, άλλες σκέψεις πολύ διαφορετικές από τη συμφωνία που είχε κάνει με το Σέργιο.

Η απόφαση που κυριαρχούσε στο μυαλό του, ήταν να ληστέψει το πλούσιο σπίτι της Ελένης, με τη βοήθεια του Σέργιου και μετά να τον σκοτώσει και αυτόν και να πουλήσει τις δύο υπηρέτριες για σκλάβες. Όσον αφορά στην Ελένη δεν είχε ξεκαθαρίσει ακόμη αν θα την πουλούσε ή θα την κράταγε για τον εαυτό του. Για το κοριτσάκι όμως, είχε πάρει την απόφαση του, να μη το σκοτώσει και να το δώσει στην αδελφή του, Ελβίρα.
Η Ελβίρα, ήταν γνωστή σαν  μάγισσα, που για κάθε περίπτωση είχε ένα μαγικό φίλτρο, ένα μαντζούνι ή ένα ξόρκι και δεν της έλειπε η πελατεία από τη γύρω περιοχή. Η Ελβίρα η αδελφή του Νοράν ήταν πολύ πιο μεγάλη από αυτόν. Την εποχή αυτή, πρέπει να ήταν περασμένα τα πενήντα, δεν ήταν παντρεμένη και πάντα ήθελε ένα παιδί και μάλιστα κορίτσι, για να του μάθει τα μυστικά της τέχνης της.

Ο κόσμος φυσικά δεν γνώριζε, ότι η Ελβίρα η μάγισσα, ήταν αδελφή του ληστή Νοράν. Ο Νοράν χρησιμοποιούσε την Ελβίρα σαν «τράπεζα» που του φύλαγε τα χρήματα και τα πολύτιμα αντικείμενα που μάζευε από τις κλοπές και τις ληστίες. Όταν φτάσανε στο σπίτι της Ελένης, βρήκαν μόνο το Σέργιο γιατί η Ροδιά η υπηρέτρια είχε πάει μέχρι την πόλη για ψώνια. Ο Νοράν πληροφορήθηκε ότι η Ροδιά έλειπε από το σπίτι και πήγε στην πόλη.  Πίστεψε, ότι ο Σέργιος έστειλε τη Ροδιά στον άρχοντα Μιχαήλ για να τον προδώσει αθετώντας τη συμφωνία τους.

Έτσι πήρε την απόφαση, να το σκάσει όσο γίνεται ταχύτερα, χωρίς όμως να αφήσει κανένα ζωντανό μάρτυρα. Σκότωσε λοιπόν το Σέργιο και την άλλη υπηρέτρια, ακόμη και το σύντροφο του. Μάζεψε ότι πιο πολύτιμο είχε το σπίτι και πήρε την Ελένη, το κοριτσάκι και τα άλογα και πήγε όσο πιο γρήγορα μπορούσε στο σπίτι της Ελβίρας....


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου